Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Μοντέρνοι, μακάριοι και απόντες



Λένε ότι τα παιδιά
μοιάζουν περισσότερο
στην εποχή τους
παρά στον πατέρα τους

Έτσι, σήμερα
οι ανόητοι νομίζουν
ότι κατάγονται από κάποιο τόπο
που αιωρείται στο κενό

Χωρίς γονιούς
μακάρια ορφανά
φαντάζονται ότι προέρχονται από κάποιους
Αμερικανούς Νέγρους
ή κάποιους λευκούς Άγγλους τσογλαναρέους
και θαυμάζουν λογιών λογιών μπούφους

Αλλά όπως τα γεγονότα
είναι παιδιά άλλων γεγονότων
έχουμε γονιούς
και θα έχουμε απογόνους

Όλο σεβασμό και έγνοια
για τη δουλειά
που επρόκειτο να κάνει
έβγαινε στο κατάστρωμα
ο δεύτερος καπετάνιος
κρατώντας στα χέρια τον εξάντα,
που ήταν ό,τι πιο ιερό υπήρχε πάνω στο καράβι,

για να πάρει το στίγμα.


                                                               Β.Η

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Αντίδοτο στο πάθος της επιβίωσης! Β΄ Κύκλος, 2η εκπομπή!

Δεν μας έβαλαν στο αρχείο,

γι΄ αυτό κι εμείς προχωρήσαμε σε συνταρακτικές αποκαλύψεις
για τη φύση της επιθυμίας
ξεκινώντας από τον Ρενέ Ζιράρ και φτάνοντας ίσαμε τον Χομεϊνί
δια μέσου του Μισέλ Φουκώ!

Με δυο λόγια, 
φιρί-φιρί το πάμε να βάλουμε το μαχαίρι
στο κόκκαλο της αλλοτρίωσης!!!

Ένα αποφασιστικό βήμα έγινε την
Τρίτη, 23.12.2014, 
στο δίωρο από 7.00 έως 9.00 το βράδυ,
κατά τη δεύτερη εκπομπή του δεύτερου κύκλου των DangerFew 
στο διαγαλαξιακό
...

και ο εφιάλτης θα συνεχιστεί
ώστε να δοθούν εξηγήσεις
πάνω στις κρίσιμες απορίες
για όσα συμβαίνουν 
Μπορεί η διαλεκτική να σπάσει τούβλα;

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Αλαζονεία, Ανορεξία, Απομόνωση

Ω, σε τρώει η εγωπάθεια Μαλβόλιε, κι είσαι πάντα ανόρεχτος
Σαίξπηρ, Δωδεκάτη Νύχτα

«Η αυτονομία της επιθυμίας είναι απατηλή. (…) Οι επιθυμίες μας γίνονται αληθινά πειστικές μόνο όταν αντανακλώνται από τις επιθυμίες των άλλων. Ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από την πλήρη συνείδηση, ο καθένας μας κατασκοπεύει τις αντιδράσεις των φίλων του και δοκιμάζει να τις προσανατολίσει προς την κατεύθυνση των αβέβαιων επιλογών του, μια κατεύθυνση από την οποία η επιθυμία μας δεν πρέπει να αποκλίνει ούτε στο ελάχιστον αν δεν θέλει να φανεί μιμητική. (…)

Από τη στιγμή που το πρότυπο, ο μεσολαβητής, μάς εμποδίζει να αποκτήσουμε το αντικείμενο που μας υποδεικνύει ως επιθυμητό, αποδίδουμε ολοένα και περισσότερη αξία σε αυτό. Όμως αυτό ισχύει μόνο σε μια πρώτη φάση. Όσο εντείνεται η αντιζηλία, το αντικείμενο περνάει σε δεύτερο πλάνο και ο μεσολαβητής-αντίζηλος κατέχει μια θέση ολοένα και πιο κεντρική. (…)

Διότι, σε τελική ανάλυση, το αντικείμενο δεν είναι παρά ένα μέσον ώστε να φτάσουμε το μεσολαβητή: η επιθυμία στοχεύει στο είναι, στην οντότητα αυτού του μεσολαβητή. (…)

Όποιος παρασύρεται σε μια τέτοια σπειροειδή μιμητική φρενίτιδα, θέλει να πείσει τον εαυτό του πως δεν έχει τίποτα το κοινό με τον αντίζηλό του, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ τους −κι αυτό κατά βάθος το γνωρίζει, αόριστα. (…)

Κατ’ αυτό τον τρόπο, σε μια κοινωνία αυτοαποκαλούμενων ‘‘ατομιστών’’, τα άτομα είναι στην πραγματικότητα ολοκληρωτικά υποδουλωμένα τα μεν στα δε. (…)» *


«Δεν μπορεί να είναι κανείς ματαιόδοξος, παρά μόνο εάν είναι απεριόριστα απαιτητικός με τον εαυτό του και εάν μερικές φορές αισθάνεται για τον εαυτό του μια περιφρόνηση που αγγίζει το μίσος. Από πού όμως μπορεί να πηγάζει μια τέτοια απαιτητικότητα, που το υποκείμενο αδυνατεί να ικανοποιήσει; Δεν μπορεί να πηγάζει από το ίδιο το υποκείμενο. Διότι μια απαίτηση που θα πήγαζε από το υποκείμενο και θα αφορούσε σε αυτό, δεν θα μπορούσε να είναι μια ανέφικτη απαίτηση. Πρέπει λοιπόν το υποκείμενο να έδωσε πίστη σε κάποια ψευδή υπόσχεση προερχόμενη απ’ έξω.        

Αυτή η ψευδής υπόσχεση είναι κυρίως υπόσχεση μεταφυσικής αυτονομίας. Πίσω από όλες τις δυτικές θεωρίες, που διαδέχονται η μια την άλλη εδώ και δυο με τρεις αιώνες, υπάρχει πάντοτε η ίδια αρχή: ο Θεός πέθανε, ο άνθρωπος πρέπει να πάρει τη θέση του. Ο πειρασμός της αλαζονείας είναι παντοτινός, αλλά γίνεται ακατανίκητος στη μοντέρνα εποχή διότι ενορχηστρώνεται και ενισχύεται με τρόπο ανήκουστο. Αυτό το μοντέρνο ‘‘ευαγγέλιο’’ το ακούνε οι πάντες. Όσο πιο βαθιά χαράζεται στην καρδιά μας, τόσο εντονότερη γίνεται η αντίθεση ανάμεσα σε αυτή τη θαυμαστή υπόσχεση και τη σκληρή διάψευσή της που επιβάλλεται από την εμπειρία.

Όσο δυναμώνουν οι φωνές της αλαζονείας, τόσο η συνείδηση της ύπαρξης γίνεται πικρή και πιο μοναχική. Είναι, ωστόσο, κοινή σε όλους τους ανθρώπους. Γιατί λοιπόν αυτή η αυταπάτη της μοναξιάς, που αυξάνει τον πόνο; Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να μετριάσουν τα δεινά τους προσπαθώντας να τα μοιραστούν; Γιατί η αλήθεια όλων είναι καταχωνιασμένη στα βάθη της συνείδησης του καθενός;

Μέσα στη μοναξιά της συνείδησής τους, όλα τα άτομα ανακαλύπτουν πως η υπόσχεση της μεταφυσικής αυτονομίας είναι ψευδής. Όμως κανένας δεν μπορεί να διακρίνει τον καθολικό, τον πανανθρώπινο χαρακτήρα αυτής της εμπειρίας. Νομίζει πως μόνο για αυτόν η υπόσχεση διαψεύδεται και πως για τους Άλλους παραμένει αληθινή. Καθένας πιστεύει πως μόνον αυτός είναι αποκλεισμένος από τη θεϊκή κληρονομιά και γι’ αυτό προσπαθεί να κρύψει αυτή την κατάρα. Το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι πλέον μια αλήθεια κοινή σε όλους τους ανθρώπους, όπως συμβαίνει στον κόσμο της θρησκείας, αλλά το μυστικό καθενός ατόμου. (…)

Καθένας πιστεύει ότι μόνο αυτός βρίσκεται στην κόλαση∙ και αυτό ακριβώς είναι η κόλαση.» **


Σημ. του H.SΠροθέρμανση για τη μεθαυριανή, 2η εκπομπή μας στο RadioBubble αυτά τα μικρά αποσπάσματα από δυο σπουδαία βιβλία του 91χρονου πλέον Ρενέ Ζιράρ, όπου Σαίξπηρ: Οι φλόγες της ζηλοτυπίας (1990, ελλ. ΕΞΑΝΤΑΣ, 1993) και ** Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια (1961, ελλ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, 2001).



Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ευτυχώς!



    Ούτε Bobby Sands, ούτε Holger Meins! Ευτυχώς ούτε η Αγγλία της Θάτσερ, ούτε η Γερμανία της RAF! Μόνο η μικρή Ελλάδα των μνημονίων, της μοντέρνας φτώχειας, στην περιφέρεια της πραγματικής Ευρώπης, στραγγαλισμένη από ένα ξένο νόμισμα, με ένα μέλλον αποικίας και υπάκουες κυβερνήσεις.
    Βόηθησαν τα τηλέφωνα, οι γνωριμίες, οι πολιτικές πιέσεις, η λαϊκή συμπάθεια και ο φόβος της λαϊκής οργής. Βόηθησε, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, και μιά αίσθηση του μέτρου, εγγενής σ’ αυτή τη μικρή χώρα. Κι έτσι δεν φορτωθήκαμε μιά ακόμα ντροπή.
    Ένας πατέρας πονεμένος και αξιοπρεπής χτύπησε όλες τις πόρτες και γλύτωσε το παιδί του. Γλυτώσαμε και μείς από μία ακρότητα.
    Βέβαια κάποιοι Πακιστανοί και κάποιοι Αφγανοί χάνουν τη ζωή τους, με τρόπο σχεδόν μυστηριώδη μέσα σε κρατητήρια. Αλλά αυτοί έχουν ένα πατέρα αδύναμο και η κακομοίρα η μάνα τους, τριγυρισμένη από κουτσούβελα, μαθαίνει το φοβερό μαντάτο σε κάτι κακοτράχαλες βουνοπλαγιές ή σε κάτι λασπότοπους πολύ μακριά από εδώ.
    Πάλι καλά όμως! Πάλι καλά!      
    Τουλάχιστον, μπορούμε τώρα, με ήσυχη τη συνείδηση, να αφεθούμε ξανά στη θαλπωρή της επικαιρότητας. Όσο αβάσταχτη κι αν είναι, έχει μια θαλπωρή.
    Όπως και να το κάνουμε υπάρχουν πράγματα που αντέχονται και πράγματα που δεν αντέχονται.


                                                                                                       Β.Η.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Η Ζωή στο Ρήγμα συνεχίζεται...

René Guenon
(1886-1951)
«Άλλωστε, ακόμα και από καθαρά αντικειμενική και "θεωρητική" άποψη, δεν αρκεί να αποκαλύπτει κανείς τις πλάνες και να δείχνει το πραγματικό τους πρόσωπο. Όσο ωφέλιμο κι αν είναι αυτό, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και διδακτική η ερμηνεία τους, δηλαδή η έρευνα του πώς και γιατί προέκυψαν.
Γιατί το κάθε τι που υπάρχει, έστω και αν πρόκειται για την ίδια την πλάνη, έχει αναγκαστικά τον λόγο ύπαρξης του, και από αυτήν την άποψη, ακόμα και η αταξία πρέπει τελικά να τοποθετηθεί ανάμεσα στα στοιχεία της καθολικής τάξης.»

Ρενέ Γκενόν, Η Βασιλεία της Ποσότητας και τα Σημεία των Καιρών, 1945
(εκδ. Πεμπτουσία, 1995)



Ο σύγχρονος κόσμος, που βαδίζει με κωμική έπαρση μέσα στον ιστορικό λαβύρινθο, φαντάζεται τον εαυτό του σαν κάτι όλως ιδιαίτερο!!!

Επιμελώς δεν θέλει να θυμάται από πού προήλθε, τους τρόπους που έχει χρησιμοποιήσει για να καθιερωθεί, το τι έχει πετύχει, πως ζει στο παρόν και που οδηγείται. Δεν θέλει καν να συζητήσει περί όλων αυτών, δεν θέλει καν να τα σκεφτεί.

Το πάθος του είναι η Αμνησία. Ένα πάθος που αδιαλείπτως του ανανεώνει οράματα μεγαλείου και συνεχών ψευδαισθήσεων. Αν το καλοσκεφτείς, είναι ένας κόσμος που ζει μέσα στα σκοτάδια της άγνοιας, ενώ διαρκώς φαντάζεται ότι κατέχει απέραντη γνώση. Ισχυρίζεται ότι είναι πολιτισμένος, ζώντας βαρβαρικά. Επαινεί την Δημοκρατία του, εκτοξεύοντας τις διαφορές και τις αντιθέσεις στα ύψη. Θαυμάζει το βιοτικό του επίπεδο, καταδικάζοντας  περιοχές του πλανήτη στη απόλυτη ένδεια. Καμώνεται ότι πιστεύει σε κάτι ανώτερο και αυτό το ανώτερο είναι μαγικά χαρτάκια (φράγκα!) που τον καθορίζουν απόλυτα.

Ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας κόσμος που ζει και σκέφτεται ψεύτικα.

Είναι  σαφές, ότι όταν μιλάμε για τον σύγχρονο κόσμο, μιλάμε και για τους ανθρώπους που τον κατοικούν, για όλους εμάς δηλαδή. Για μας που συμμετέχουμε στο ψέμα του, που το αποδεχόμαστε και θα το περάσουμε κληρονομιά στους επόμενους. Γιατί και εμείς όλοι, επιλέγουμε σε μικρό ή μεγάλο βαθμό να βυθιζόμαστε στη νανουριστική χαύνωση μιας εποχής που μισεί το αληθινό.

Ο σύγχρονος κόσμος έχει προέλθει από την επική σύγκρουση δύο δυνάμεων: η "ευγενής" τάξη των εμπόρων, οι εκπρόσωποι της εκπόρνευσης της ζωής σε Ποσότητα, ενάντια στους εργολάβους του Θεού. Η νίκη των εμπόρων -χωρίς να είναι ολοκληρωτική- έδωσε το στίγμα της σύγχρονης εποχής.

Ο τρόπος που διοικείται σήμερα ο κόσμος αν και πλασάρεται ως Δημοκρατία,δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια στυγνή Έμποροκρατία  με μια πρέζα Θεοκρατίας.

Η μάχη μεταξύ των δύο αντιπάλων, ενώ εμφανίστηκε σαν μάχη αρχών, δεν ήταν παρά ένας εμφύλιος ανάμεσα σε  δύο φατρίες, με στόχο την διάχυση του Ποσοτικής αντίληψης μέσα στον κόσμο. Μια αντίληψη που πλέον έχει κατακαθίσει σαν βδέλλα στο πετσί του συνόλου της κοινωνίας. Όλες οι ουμανιστικές αρχές  του Διαφωτισμού, θυσιάστηκαν για να υπάρξει ένας κόσμος νέος ,όπου η δύναμη της συναλλαγής και του κέρδους θα ήταν ο καινούργιος νόμος που θα κρατούσε δεμένη την κοινωνία.

Κάτι ανάλογο συνέβη και στο αντίθετο στρατόπεδο. Η Θεοκρατία έχοντας να  αντιμετωπίσει την πιθανότητα μιας ριζικής ήττας, πέταξε από πάνω της την επαφή με την ουσιαστική Πνευματικότητα που  την συγκροτούσε  και της έδινε υπόσταση, με αντάλλαγμα την συμμετοχή στη εξουσία μαζί με τους εχθρούς της. Στήριξε έτσι και "πνευματικά" την εξάπλωση του Ποσοτικού  μέσα στα μύχια του ανθρώπινο ιστού.

Η ιστορία του σύγχρονου κόσμου στη συνέχεια, μπορεί εύκολα να διαβαστεί με βάση τον παραπάνω πόλεμο. Η Ποσοτική αντίληψη για την κοινωνία και τους ανθρώπους μπορεί να έχει περάσει από διάφορα στάδια, άλλοτε πιο σκληρά και άλλοτε πιο μαλακά, όμως ουδέποτε αμφισβητήθηκε  ριζικά και στη ουσία της. Έχουν γίνει άπειρες απόπειρες -συνήθως αποτυχημένες-  για να κτυπηθεί, αλλά όλα επανέρχονται τελικώς σε εναλλακτικές Ποσοτικές εκδοχές, που δεν μπορούν εν τέλει σε τίποτα να κλονίσουν το κυρίαρχο αφήγημα.

Σε ένα κόσμο που παλεύει μέσα στη δυαδικότητα, η Ποσότητα δεν μπορεί να καταργηθεί. Δεν μπορεί όμως να καταργηθεί ούτε η Ποιότητα. Η αλληλεπίδραση αυτών των δύο οφείλει να παράγει την Ισορροπία. Όταν κάτι τέτοιο δεν προκύπτει, γιατί η μία άκρη θέλει να υπάρχει σε βάρος της απέναντι, τότε αναγκαστικά βαδίζουμε μέσα στο σκοτάδι της διαρκούς πτώσης.

Μιας πτώσης που εκλαμβάνεται σαν πέταγμα χωρίς φτερά.

Σε εκείνο το σημείο ο πόνος θα είναι άμεσος και ιδιαζόντως σκληρός.



Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | μέρος 4ο

Φρανσουά Σιμιάν
(1873-1935)
«Αντίθετα από τα φαινόμενα, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική σκέψη γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε άμεση σύνδεση με το φαινόμενο του νομίσματος. (…)

Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε, πού οφείλεται η αμηχανία, η φλύαρη πολυπλοκότητα, η αντιφατικότητα και η λίγο-πολύ ξεκάθαρη αποτυχία να κατανοηθεί το φαινόμενο του χρήματος. (…)

Α.

Με πρώτο τον Λοκ, κάθε συγγραφέας με ‘‘κοινό νου’’ ισχυρίζεται ότι το χρήμα εφευρέθηκε επειδή οι άνθρωποι, για να διευκολύνουν τις ανταλλαγές τους, θεώρησαν ότι τους βόλευε να βρουν ένα κοινό μέσο και να συμφωνήσουν ότι αυτό θα έχει στο εξής γενική και αναγνωρισμένη από όλους ανταλλακτική αξία. Η άποψη αυτή αποτελεί ακριβή αντανάκλαση της ιδέας περί ‘‘κοινωνικού συμβολαίου’’ με την οποία, και πάλι το 18ο αιώνα, θέλησαν να εξηγήσουν το σχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο ξέρουμε πολύ καλά, ότι αυτή η τεχνητή κατασκευή δεν είχε καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια κι ούτε μπορούσε να εξηγήσει πραγματικά τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητάς μας. (…)

Η εξήγηση ενός θεσμού, ενός κοινωνικού κανόνα, με το σκεπτικό ότι ‘‘βόλευε’’ τους ανθρώπους διαψεύδεται από τα γεγονότα και, σε ό,τι αφορά το θέμα που πραγματευόμαστε εδώ, δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να καταδειχτεί πού και πότε οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, πέρασαν επειδή το έβρισκαν ‘‘πιο βολικό’ από τον αντιπραγματισμό στην χρηματική ανταλλαγή. (…)

Δεν αμφισβητούμε βέβαια ότι σε πάμπολλες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες (κι όχι κατ’ ανάγκη πρωτόγονες) πραγματοποιούνταν πλήθος ανταλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος. Όμως τα ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτών των ανταλλαγών δείχνουν ξεκάθαρα, πως επρόκειτο για ανταλλαγές που δεν διέθεταν κανένα από τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της χρηματικής ανταλλαγής. Επομένως, δεν έχει ακόμα αποδειχτεί καθόλου ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε από τον αντιπραγματισμό, ότι περάσαμε δηλαδή από τον ένα στην άλλη. (…)

Εφόσον, όπως είδαμε, η χρηματική ανταλλαγή δεν μπορεί να εξηγηθεί με το σκεπτικό ότι οι άνθρωποι προτιμούν κάτι που φαίνεται ‘‘βολικότερο’’ και συνάπτουν ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ πάνω σε αυτό, για ποιο λόγο εξακολουθούμε να θεωρούμε πως οι πραγματικοί ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στην ‘‘εκλογή’’ των λεγόμενων πολύτιμων μετάλλων (χρυσός ή ασήμι) ως μέσων της χρηματικής ανταλλαγής, εξηγούνται με ένα τέτοιας λογής σκεπτικό, δηλαδή λέγοντας ότι προτιμήθηκαν επειδή τα πολύτιμα μέταλλα, ως υλικά, έχουν ‘‘βολικές’’ για το σκοπό αυτό ιδιότητες (π.χ. δεν αλλοιώνονται, είναι εύκολο να κοπούν και να τα κουβαλήσει κανείς πάνω του, κ.ο.κ.);
  
Β.

Ας δούμε τι μας λένε εδώ τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Πρώτα-πρώτα, μας λένε ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν για χρήμα γενικώς κάποια ‘‘πολύτιμα μέταλλα’’, αλλά μόνο εκείνα που συνδεόταν με μια έκφραση ισχύος∙ και δεύτερον, μας λένε ότι ως χρήμα χρησιμοποιήθηκαν κι ένα σωρό άλλα πράγματα, συχνά εντελώς απίθανα, εκτός από τα λεγόμενα πολύτιμα μέταλλα.

Επιπλέον, από τις υποτιθέμενες ‘‘βολικές’’ ιδιότητες των πολύτιμων μετάλλων,

1.      καμιά τους δεν λείπει (πολλές φορές μάλιστα είναι ανώτερη) από άλλα μέταλλα ή άλλα υλικά∙ και
2.      καμιά τους δεν λείπει ούτε από πολλά άλλα αντικείμενα, που χρησιμοποιήθηκαν σαν νομίσματα.

Εκείνο που κάνει όμως τη διαφορά στην ‘‘εκλογή’’ ενός μετάλλου ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου ως νομίσματος, είναι το αν εκφράζει κοινωνικό κύρος και διαθέτει κοινωνική βαρύτητα.

[Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων αναφέρουμε:]

Σε μια εργασία του που πέρασε απαρατήρητη [The Evolution of modern money1901), ο W.WCarlile σημείωνε πως όλα τα πολυποίκιλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται ακόμη ως νομίσματα, υπήρξαν κυριολεκτικά (ή εξακολουθούσαν παράλληλα να χρησιμοποιούνται και σαν) ‘‘στολίδια’’, κοσμήματα −δηλαδή αντικείμενα αποκλειστικά κοινωνικής αξίας και όχι χρηστικά αντικείμενα, προορισμένα για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. (…)

Όπως αναφέρει ο Ossendwoski στο λεξικό της αξιοσημείωτης εθνογραφικής μονογραφίας του Hommesbêtes et dieux [Άνθρωποι, ζώα και θεοί, 1922], η λέξη hatyk αναφέρεται σ’ ένα κομμάτι από λευκό ή κίτρινο μετάξι που προσφέρεται σαν δώρο στους φιλοξενούμενους, τους αρχηγούς, τους λάμας και τους θεούς, και σημαίνει επίσης νόμισμα (αξίας περίπου 2-3 γαλλικών φράγκων). (…)

Ο J.LLaughlin μάς θυμίζε πως οι πρώτοι άποικοι στις μετέπειτα Η.Π.Α. χρησιμοποιούσαν σαν νόμισμα στις ανταλλαγές τους με τους Ινδιάνους ιθαγενείς τα wampum, που ήταν ζώνες ή κολλιέ από διάφορα κοχύλια και τα οποία χρησιμοποιούνταν σαν νόμισμα όχι μόνον επειδή ήταν κοσμήματα αλλά κι επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί σαν ‘‘ενθύμια’’ για να θυμίζουν σπουδαία γεγονότα. (…)

Ο Louis Capitan [στο Le travail en Amérique avant et après Colombe∙ Η εργασία στην Αμερική πριν και μετά τον Κολόμβο, 1930] επισημαίνει ότι στο Μεξικό θεωρούσαν πως ο χρυσός και το ασήμι −που τα χρησιμοποιούσαν και για τα νομίσματα− είχαν θεϊκές ιδιότητες, γι’ αυτό και όποιος έκλεβε χρυσάφι ή ασήμι τιμωρούνταν με θάνατο. Πίστευαν μάλιστα ότι οι ιδιότητες αυτές μεταβιβάζονταν μυστηριωδώς στους χρυσοχόοους, που τα εργάζονταν. (…)

Ο De Groot [The religious system of China1892] αναφέρει, πως οι αρχαίοι Κινέζοι εβαζαν κομματάκια χρυσάφι (όχι χρυσά νομίσματα) στο στόμα των νεκρών, επειδή πίστευαν ότι ο χρυσός (αλλά και άλλες ουσίες) εμπόδιζε την αποσύνθεση. Ενώ οι αρχαίοι Έλληνες, επειδή δεν καταλάβαιναν αυτή την ιεροτελεστεία, την ερμήνευσαν σαν πρώιμοι ‘‘βολταιρικοί’’, θεωρώντας ότι το χρυσάφι αυτό χρησίμευε στους νεκρούς για να πληρώσουν τον Χάροντα.

Σε τελική ανάλυση, κι εμείς στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό μας όταν τοποθετούμε τάματα από χρυσό ή ασήμι στους ναούς, δεν αναρωτιόμαστε αν το κάνουμε επειδή αυτά τα μέταλλα έχουν αξία και γι’ αυτό ταιριάζει να τα προσφέρουμε στο Θεό, ή ότι έχουν αξία επειδή ήταν πάντοτε υλικά που τα αφιερώναμε στους θεούς κι έτσι, κατά κάποιον τρόπο, αντανακλούν ή ακόμα και έχουν μέσα τους κάτι από τη θεϊκή υπόσταση; (…)

Γ.

Αν τώρα, από μια εντελώς διαφορετική πλευρά, εξετάσουμε με ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει ένα αντικείμενο ως νόμισμα στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορεί να είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα. Απλοποιώντας, ας πάρουμε μια αγορά στην οποία συναντώνται και ανταλλάσσονται 5 εμπορεύματα, α, β, γ, δ και ε. Για να καθοριστεί ένα σύστημα τιμών σε αυτή την αγορά, θα πρέπει οι σχέσεις ανταλλαγής να εκφραστούν σε ένα αριθμό εξισώσεων ίσο προς το αριθμό των αγνώστων που είναι οι τιμές αυτών των 5 εμπορευμάτων. Οι σχέσεις ανταλλαγής τους μπορούν να γραφτούν απλά ως εξής:

f(α) = f(β)
f(β) = f(γ)
f(γ) = f(δ)
(δ)= f(ε)

Όμως αυτό το σύστημα των 5 εξισώσεων μπορεί να προσδιορίσει, πέρα από τις σχετικές τιμές αυτών των εμπορεύματων, ένα σύστημα τιμών τους; Αν υποθέσουμε ότι θέλουμε να προσδιορίσουμε 3 διαφορετικά ύψη, ενός δέντρου, μιας εκκλησίας κι ενός καμπαναριού, αρκεί να ξέρουμε ότι το καμπαναριό έχει διπλάσιο ύψος από το δέντρο και πενταπλάσιο από την εκκλησία; Δεν αρκεί. Ακόμα κι αν γνωρίζουμε λοιπόν τις σχέσεις ανάμεσα στις τιμές των 5 εμπορευμάτων μας [π.χ. η τιμή του β είναι διπλάσια από την τιμή του α, η τιμή του γ είναι τριπλάσια από την τιμή του β, κ.ο.κ.], θα οδηγούμαστε πάντοτε σε ένα σύστημα 4 εξισώσεων με 5 αγνώστους. Επομένως, για να καθορίσουμε ένα σύστημα τιμών στη συγκεκριμένη αγορά, χρειαζόμαστε και μια πέμπτη εξίσωση, ανεξάρτητη είτε από κάποιες από τις προηγούμενες 4, είτε από όλες τους.

Για να φτιάξουμε όμως αυτή την πέμπτη εξίσωση, θα πρέπει να συναρτήσουμε μία από τις σχετικές τιμές αυτών των 5 εμπορευμάτων με έναν όρο διαφορετικό και ανεξάρτητο από τις 5 σχετικές τιμές. Αυτός ο διαφορετικός και ανεξάρτητος όρος θα είναι ο νομισματικός όρος. Ειδάλλως δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα τιμών και επομένως αγορά.

Να λοιπόν γιατί είναι λάθος να θεωρούμε, ότι το νόμισμα είναι κι αυτό ένα εμπόρευμα. Ακόμα, παρ’ όλα αυτά, επιμένουμε να ονομάζουμε εμπόρευμα το χρυσό ή το ασημένιο νόμισμα, θα πρέπει τουλάχιστον να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό, εντελώς ξεχωριστό εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα που διαθέτει μια ιδιαίτερη ιδιότητα, η οποία όχι μόνο το ξεχωρίζει από τα όλα άλλα, αλλά και το αντιπαραθέτει προς αυτά. Είναι όμως λογικό να εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε το ίδιο όνομα −εμπόρευμα− για δυο εντελώς διαφορετικές, ακόμα κι αντιτιθέμενες μεταξύ τους, πραγματικότητες; (…)

Δ.

Με βάση όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτει άραγε πως είναι εντελώς αναγκαίο να αναγνωρίζεται πάντοτε ως νόμισμα το μεταλλικό νόμισμα, που είναι φτιαγμένο από κάποιο πολύτιμο μέταλλο ή από ένα κράμα με βάση ένα πολύτιμο μέταλλο; Ασφαλώς όχι! Είδαμε άλλωστε, ότι πολλά άλλα αντικείμενα χρησίμευσαν και χρησιμεύουν ακόμα σαν νομίσματα.  Όμως, όπως είδαμε, είχαν όλα τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι ήταν πάντοτε, στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο λειτούργησαν ως νομίσματα, αντικείμενα επενδεδυμένα με μια εξω-οικονομική, μαγική, θρησκευτική, ηθική αξία.

Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό τους λοιπόν, θεωρούμε ότι τα κάθε λογής νομίσματα ‘‘εκλέχτηκαν’’ για να αναλάβουν τη λειτουργία που περιγράψαμε πιο πάνω, δηλαδή της μονάδας μέτρησης που είναι ανεξάρτητη από τις σχετικές τιμές των εμπορευμάτων επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει μια μη-οικονομική αξία.

Ε.

Βέβαια, με την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας, η οικονομική αξία έχασε το θρησκευτικό χαρακτήρα της. Μήπως λοιπόν είναι υπερβολικό να θεωρούμε ως βάση κάθε συστήματος τιμών στις προηγμένες οικονομίες κάποιο υπόλειμμα μαγικοθρησκευτικής προκατάληψης (ήδη αποξενωμένο μάλιστα από τα θρησκευτικά πιστεύω και τις θρησκευτικές πρακτικές αυτών των προηγμένων κοινωνιών), όσο μεγάλο κι αν είναι πράγματι αυτό το υπόλειμμα; Δεν είναι σαν να θεωρούμε ως αναγκαία και κεντρικά για την άσκηση της σύγχρονης Ιατρικής τα (οπωσδήποτε διόλου αμελητέα) τα απομεινάρια των προκαταλήψεων των πρακτικών των μάγων των πρωτόγονων κοινωνιών; (…)

Ο μόνος τρόπος για να απαντήσουμε αυτό το πρόβλημα, είναι πρώτα-πρώτα να δούμε με ποιον τρόπο, σε τέτοιου τύπου ‘‘λαϊκές’’ [μη-θρησκευτικές] οικονομίες, έχουν λειτουργήσει νομισματικά συστήματα που δεν στηρίζονται στα πολύτιμα μέταλλα. […] Η λειτουργία τέτοιου τύπου νομισμάτων είναι εξαιρετικά διδακτική, διότι πρόκειται για νομίσματα διπλής προέλευσης:

1.      προέλευσης οικονομικής, όπως π.χ. τα ‘νομίσματα’ που κυκλοφορούν σε ομάδες νέων που δεν μπορούν να έχουν ικανές ποσότητες μεταλλικών νομισμάτων αλλά ταυτόχρονα χρειάζονται κάποιου είδους νόμισμα για να κανονίζουν τις μεταξύ τους συναλλαγές∙ και
2.      προέλευσης έξω-οικονομικής, όταν σε περίπτωση εθνικής κρίσης, είτε εσωτερικής είτε λόγω πολέμου,  το κράτος έχει άμεση ανάγκη από χρήματα που δεν μπορούν να καλυφθούν από τους φόρους ή με δανεισμό, οπότε παρατηρείται η κυκλοφορία νέων νομισματικών μέσων.

[Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις], η παρούσα όσο και πολύ περισσότερο η μελλοντική αξία αυτών των νομισμάτων δεν είναι αποτέλεσμα θετικών, στατιστικών προσδιορισμών, αλλά είναι απλώς και μόνο θέμα εκτίμησης, γνώμης, πεποίθησης, δηλαδή με δυο λόγια ζήτημα ‘εμπιστοσύνης’ (ή δυσπιστίας). Μιας εμπιστοσύνης που δεν κάθεται κανείς να την αναλύσει διεξοδικά για να δει αν στέκει, και που γι’ αυτό το λόγο είναι ίσως ακόμα πιο ισχυρή −κοντολογής, μιας ολικής συναισθηματικού τύπου εμπιστοσύνης, μιας πίστης σε εκείνους που έχουν εκδώσει το συγκεκριμένο νόμισμα, πίστης στο μέλλον τους ή το μέλλον της χώρας, αν είναι χώρα αυτή που το εξέδωσε. (…)

Βέβαια αυτή η πίστη-εμπιστοσύνη δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας εκτίμησης αυτών των νομισμάτων. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να παίζει ρόλο −τουλάχιστον για τον άνθρωπο της πιάτσας− και η μάζα αυτών των νομισματικών μέσων. Όμως και πάλι, αυτό που λογαριάζει ο άνθρωπος της πιάτσας δεν είναι μόνο η τωρινή μάζα του συγκεκριμένου νομίσματος όσο, κυρίως, η μελλοντική μάζα όπως την προβλέπουν με τη βοήθεια εκτιμήσεων, πιθανολογιών, εκτιμώμενων δυνατοτήτων. Κι αυτό, ας το υπογραμμίσουμε, θα μπορούσε να είναι και ο τρόπος με τον οποίον καθορίζονται πάντοτε οι τιμές όλων των εμπορευμάτων −και πραγματικά, η πρόβλεψη για τη μελλοντική ποσότητα του τάδε εμπορεύματος (σε συνάρτηση και με τη μελλοντική του ζήτηση) επηρεάζει τη τύχη του στην αγορά εξίσου ή και περισσότερο από την τωρινή προσφορά και ζήτησή του. (…)

Αυτός λοιπόν ο παράγοντας, που αφορά στη μελλοντική κατάσταση του συγκεκριμένου νομισματικού μέσου, δεν είναι παράγοντας που καθορίζεται ή μπορεί να καθοριστεί με τη χρήση των μαθηματικών πιθανοτήτων. Είναι παράγοντας που έχει να κάνει με την εκτίμηση,  η οποία δεν είναι θέμα λογικής πρόβλεψης αλλά, και πάλι, εμπιστοσύνης (ή δυσπιστίας). (…)

Επομένως, η αξία και αυτών των ‘‘λαϊκών’’ νομισμάτων δεν θεμελιώνεται σε κάποια φυσικά ή ποσοτικά στοιχεία, τα οποία υποτίθεται πως συναρτώνται μεταξύ τους με μια μαθηματική σχέση μέτρησης. Απεναντίας, προκύπτει από εκτιμήσεις, πιθανολογίες, πιστεύω, έκφραση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Κι αν αυτή η πίστη, η εμπιστοσύνη ή δυσπιστία επιδρούν πολύ πραγματικά πάνω στα ίδια τα υλικά στοιχεία της οικονομικής ζωής, αυτό συμβαίνει επειδή δεν πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα.

Η λογική και συνάμα συναισθηματική παράσταση που λέγεται νόμισμα, δεν γεννιέται λοιπόν από κάποια νηφάλια και σοφά άτομα (που όπως είδαμε δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις πραγματικές συμπεριφορές του χρήματος), αλλά από ομάδες, συλλογικότητες, έθνη. Είναι μια παράσταση κοινωνική. Ο χαρακτήρας  και ο ρόλος του νομίσματος είναι εξόχως αντικειμενικοί, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι μια κοινωνική πεποίθηση και πίστη, και επομένως μια κοινωνική πραγματικότητα.

ΣΤ.

Μελετώντας την αντικειμενική εξέλιξη του χρήματος, είδαμε πως ο χρυσός, το ασήμι και άλλα αντικείμενα έγιναν νομίσματα στο βαθμό που ήταν επενδεδυμένα με μια ανώτερη δύναμη πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα, σύμφωνα με κάποια κοινωνικά πιστεύω θρησκευτικού και μαγικού χαρακτήρα. Ακόμα και στις σημερινές κοινωνίες μας, που λέμε πως είναι οικονομικά ανεπτυγμένες, αυτό το μακρυνό υπόστρωμα δεν είναι καθόλου αμελητέο και εξακολουθεί να επιδρά πάνω μας, πολύ περισσότερο μάλιστα στο βαθμό που δεν το συνειδητοποιούμε και αποφεύγουμε να το αναλύσουμε. (…)

Εξαιτίας του εξω-οικονομικού κύρους τους, τα πολύτιμα μέταλλα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται σαν νομίσματα επιβλήθηκαν και επιβάλλονται πάνω στους ανθρώπους ακόμα και στην ίδια την οικονομική σφαίρα. Σιγά-σιγά αυτό το μαγικό κύρος μετατέθηκε και συγκεντρώθηκε ως κύρος οικονομικό, η δύναμη απόκτησης υπηρεσιών και πραγμάτων με αντάλλαγμα το συγκεκριμένο νόμισμα. Με ποιο τρόπο; Επειδή ακριβώς ο πωλητής αυτών των υπηρεσιών και πραγμάτων θεώρησε ότι, έχοντας αποκτήσει το χρήμα, απέκτησε τη δύναμή του πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα. Κι αυτή η δύναμη θεωρήθηκε τέτοια, επειδή την ίδια στιγμή ήταν δύναμη καθολική, δηλαδή επειδή με το χρήμα είχε κανείς τη δύναμη πρόσβασης ‘‘in commercio’’ σε όλα τα αγαθά −με άλλα λόγια, επειδή η δύναμη του χρήματος έχει πέραση σε κάθε κοινωνία που το έχει υιοθετήσει και επομένως παρουσιάζεται σαν μια δύναμη που εκτείνεται στο άπειρο μέλλον. (…)

Σε τι λοιπόν στηρίζεται η πίστη σε αυτό το πράγμα, ‘‘που δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο πέρα από το ότι έχει τη δύναμη ιδιοποίησης όλων των πραγμάτων’’, αν όχι στην κοινή γνώμη, στην πεποίθηση ότι αντιπροσωπεύει μια ανώτερη δύναμη κι αξία, και μάλιστα ότι έτσι συνέβαινε από αρχαιοτάτων χρόνων; (…)

Ζ.

Πρέπει λοιπόν, αντιστρέφοντας τη λογική που έχει επικρατήσει μέχρι τώρα, να τονίσουμε ότι αυτό που συγκαλύπτει τα πραγματικά οικονομικά φαινόμενα, δεν είναι το χρήμα και το νόμισμα, όπως πιστεύεται, αλλά απεναντίας η προσπάθεια να εξετάσουμε τα φαινόμενα αυτά βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ή παραβλέποντας το χρήμα. (…)

Οφείλουμε επιτέλους να πραγματευτούμε το νόμισμα σαν ένα γεγονός (…) το οποίο είναι αυτό που είναι και δρα όπως δρα επειδή είναι μια κοινωνική πραγματικότητα.»



Σημ. του H.SΔύσκολο πολύ να μεταφερθεί με αποσπάσματα το πνεύμα ενός τόσο πυκνού κειμένου (τα 7 μέρη στα οποία το χώρισα, δεν αντιστοιχούν σε αυτά του πρωτότυπου κειμένου). Ωστόσο πρόκειται για μια μελέτη εντελώς απαραίτητη για το «φάκελό» μας με θέμα την αξία, το χρήμα και τη μαγεία. Νομίζουμε ότι μιλάει από μόνη της και δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο, εκτός ίσως από τη σημασία που έχει η απόρριψη της ιδέας ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε, σαν μια «βολικότερη» μετεξέλιξή του, από τον αντιπραγματισμό.




Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Τι είναι οικονομία;

«‘‘Κάθε πράγμα έχει την τιμή του’’, λέει το λαϊκό ρητό και δεδομένου ότι τα περισσότερα πράγματα απ’ όσα κυκλοφορούν σήμερα έχουν πράγματι μια τιμή, μέσα από αυτό το πρίσμα έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με την οικονομία ο καθένας, χωρίς να είναι οικονομολόγος. Αυτή η τιμή είναι το νούμερο που αναγράφεται στην ετικέτα και δείχνει το χρηματικό ποσό που ζητάει εκείνος που πουλάει από εκείνον που αγοράζει, για να του παραχωρήσει την ιδιοκτησία του πωλούμενου πράγματος. Γιατί, εμπορεύματα είναι τα πράγματα που έχουν μια [χρηματική] τιμή. −Και βέβαια υπάρχει και τιμή που έχει να κάνει με την προσωρινή παραχώρηση ενός πράγματος, χωρίς μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του: είναι η τιμή του ενοικίου που ζητάει ο εκμισθωτής από τον ενοικιαστή.

Ορισμένοι συγγραφείς πιστεύουν πως είναι πολύ σοφό ν’ αναρωτηθούν σήμερα πάνω στην έννοια της λέξης ‘‘οικονομία’’. Σκέφτονται ότι δεν έχουμε προσδιορίσει με ακρίβεια το αντικείμενο της οικνομικής επιστήμης κι ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποσαφηνιστεί ‘‘τι είναι αυτό, για το οποίο μιλούν οι οικονομολόγοι’’. Ωστόσο οι παλιότεροι συγγραφείς δεν είχαν τέτοιες ανησυχίες. Γι’ αυτούς το πράγμα ήταν απλό: η οικονομία μιλάει για τα πλούτη, γι’ αυτά που φτιάχνουν την περιουσία.

Λοιπόν, το να ξεκινήσει κανείς από εκεί, ήταν κι εξακολουθεί να είναι το καλύτερο: τα πλούτη δεν φτιάχνονται μόνο από τα ακριβά πράγματα, δηλαδή από πράγματα που πουλιούνται σε υψηλές τιμές, αλλά κι από πράγματα που πουλιούνται φθηνά, αρκεί να είναι σε μεγάλη ποσότητα. Πράγμα που σημαίνει, ότι τα πλούτη φτιάχονται από πράγματα που αποτιμώνται σε συνάρτηση με τη χρηματική τιμή τους.

Κι αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ‘‘οικονομία’’: ανθρώπους που δρουν είτε σαν πωλητές, είτε σαν αγοραστές (ή είτε σαν εκμισθωτές, ή ενοικιαστές). Με άλλα λόγια, οικονομία είναι η ανθρώπινη διάδραση κάτω από την οπτική, και στην προοπτική, της χρηματικής τιμής. Δεν είναι παρά ένας ορισμένος τρόπος θεώρησης της δραστηριότητας των ανθρώπων∙ είναι η θεώρηση της δραστηριότητάς τους κάτω από μια συγκεκριμένη οπτική.»

Πωλ Ζοριόν, Η σχέση μεταξύ αξίας και τιμής (Ιούλιος 2008)


Σημ. του H.S. Πολύ βασική, αλλά θαμμένη κάτω από τόνους «θεωρητικού» οίστρου, κοινοτοπία, που είναι απαραίτητο να μην ξεχνάμε, ειδικά όταν μας δένουν τα μάτια και μας τρέχουν στους άγονους δαίδαλους της «αξιο-λογίας». Χωρίς να ασπαζόμαστε τη συνολική οπτική του Ζοριόν, αποσπάσματα από το συγκεκριμένο άρθρο του θα παρουσιάσουμε και στη συνέχεια των αναρτήσεών μας περί αξίας, χρήματος και μαγείας (αυτό το συνδετικό «και» παρακαλώ, μην το ξεχνάτε!), γιατί έχει πλήθος από σημαντικές παρατηρήσεις. Προς το παρόν ας συγκρατήσουμε δυο πράγματα:

1. Τη συνάφεια αυτού που λέει εδώ ο Ζοριόν για «το νούμερο που αναγράφεται στην ετικέτα» με αυτά που λέει ο Φουρκέ για τη «δυνητική ή πλασματική αξία»∙

και


2. Την επισήμανση του Ζοριόν, ότι η λεγόμενη ‘‘οικονομία’’ δεν είναι παρά «ένας ορισμένος τρόπος θεώρησης της δραστηριότητας των ανθρώπων, η θεώρηση της δραστηριότητάς του κάτω από μια συγκεκριμένη οπτική», την οπτική της χρηματικής τιμής. Με άλλα λόγια, η οικονομία δεν έχει να κάνει καθόλου, ούτε με την παραγωγή, ούτε με την κατανάλωση, ούτε με τη χρησιμότητα, ούτε με τη χρηστικότητα, ούτε με την ανθρώπινη φύση, ούτε με τις λεγόμενες «υλικές ανάγκες» και την ικανοποίησή τους, ούτε με τίποτα από όλες αυτές τις παραπλανητικές λέξεις, με τις οποίες αυτή η θεώρηση προσπαθεί να δικαιωθεί. 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Γράμμα από την Ισπανία





Πανάλαφρη και γαλανή η Σιέρρα την ώρα που νυχτώνει
ένα πράμμα, τα γαλάζια χιονισμένα βουνά
και ο λεπτόχρωμος ουρανός το σούρουπο
πιο πολύ από κάθε άλλην ώρα αυτή είναι η ώρα του αιθέρα.

Ας προφέρουμε Ανδαλουσία όπως Νότος!

Σε μιά από τις παγωμένες αίθουσες της Αλάμπρα
σήκωσα τα μάτια ψηλά στη μισοσκότεινη οροφή
σ’ αυτό το λεπτό διάκοσμο που αναπαριστούσε
τον έναστρο ουρανό, όχι βαθυγάλανο
αλλά μ’ ένα σκούρο χρώμα καφετί.
Ήταν τόσο βαθιά η αίσθηση της καθαρής αφέγγαρης νυχτιάς
που ανησύχησα ότι
για μένα ο νυχτερινός ουρανός
θα είχε από δω και πέρα αυτό το αποτρόπαιο χρώμα.
Έπρεπε λοιπόν να κοιτάξω, εκεί ψηλά, ξανά και ξανά,
για να ξορκίσω εκείνη την παραδοξότητα
και να λυτρωθώ
απ’ την τυραννία ενός τέτοιου ατοπήματος.

 Τι ύβρις!  Εκείνοι που δίσταζαν να προφέρουν το όνομα του θεού
να αποτολμούν τέτοια ρήξη με την πραγματικότητα!

Κι όμως! Κανένας λαός δεν αγάπησε το νερό
τόσο πολύ όσο αυτός ο λαός της ερήμου!

Εκείνα τα δωμάτια
Εκείνα τα αίθρια
Εκείνες οι στοές

οι μικρές στέρνες
ο αδιάκοπος ήχος του νερού
που ανάβλυζε από χαμηλά συντριβάνια

από στέρνα σε στέρνα
από κρήνη σε κρήνη
προσπαθούσα να σταθμίσω
τις ανεπαίσθητες διαφορές στον ήχο της ροής
εδώ ένα μουρμουρητό
εκεί έπρεπε να γονατίσω
για ν’ ακούσω κάτι οριστικά χαμένο
σαν να έψαχνα μέσα σε αναμνήσεις.


Τόποι φτιαγμένοι για να απολαμβάνεις τον έρωτα
ή ν’ αφήνεσαι στην ονειροπόληση.

Μέσα σ’ ένα κόσμο συμβόλων
κι αδιάκοπα επαναλαμβανόμενων συμμετριών
κάτι τέτοιο άρχιζε να μου φαίνεται ακατόρθωτο

ένας κόσμος τρυφερότητας
χαμηλόφωνος και υπομνηστικός
έκρυβε πια την απειλή.
Είχε φτάσει σε τέτοια πληρότητα
που ήταν ήδη νοσταλγία!

Τι κουραστικό να είσαι ξένος παντού!
Αλλά δεν είμαι εγώ ο ξένος, είναι η Ανδαλουσία που έγινε ξένη!
Παντού πια η Ευρώπη κουράζει με τη κατήφειά της
τις καλές της προθέσεις και μιά αυτάρεσκη άνεση
ακόμα και τον πιο καλοπροαίρετο ταξιδιώτη.

Πριν σαράντα χρόνια, τσιγγάνοι και κοπάδια
έβρισκαν καταφύγιο μέσα στα ερειπωμένα Αραβικά παλάτια και τα τζαμιά.
Τι καλύτερο θα μπορούσαν να ευχηθούν οι παλιοί ιδιοκτήτες
που διώχτηκαν από την Ισπανία?

Μα αυτοί ήταν οι ιδανικοί κάτοικοι!
Ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τις περίτεχνες διακοσμήσεις
ούτε προσποιούνταν ότι καταλάβαιναν κάτι.
Και χωρίς ν’ αγγίζουν τίποτα άφηναν τα παλάτια να ερειπώνονται.
Έτσι ο χρόνος ήταν ο πραγματικός τους κάτοικος.

Και τι καλύτερο θα μπορούσε να προσμένει
αυτή η ένδοξη αρχιτεκτονική
από το να ξεκουραστεί μέσα στη λήθη?

Τώρα ο αδιάκοπος βηματισμός των τουριστών
και οι τυποποιημένες φωνές των ξεναγών
σκεπάζουν τους ήχους του νερού.
Χώροι που έζησαν μιά ζωή ανεξάρτητη και πραγματική
ετέθησαν υπό κρατική φροντίδα.
Και ο χρόνος εξορίστηκε και διώχτηκε  σαν γύφτος.

Αλλά αυτοί ήταν χώροι φτιαγμένοι για την ερωτική ευτυχία και τον κίνδυνο.
Σωστά ο Έμερσον μεταφράζει τον Χαφέζ:
Ο Έρωτας που κάποτε ήταν τόσο εύκολος τώρα περιέπεσε σε δυσκολίες

Το σπίτι που ζήσαμε ήταν μιά σοφίτα σ’ ένα ψηλό κτίριο­­
σ’ ένα απ’ αυτά τα σύγχρονα λαϊκά προάστια της Γρανάδας
Οι άχρωμες γειτονιές μάς εξασφάλιζαν την καθαρότητα του απροσποίητου.

Και το σπίτι ήταν ένα θαυμάσιο παρατηρητήριο των καιρών
και του περάσματος του χρόνου.
Ο ήλιος σήκωνε τη μέρα πίσω από τη Σιέρρα Νεβάδα
και έφευγε δυτικά προς την Πορτογαλία.
Σ’ εκείνα τα οροπέδια ήθελε προσπάθεια για να φαντασθείς το Ωκεανό!
Μπορούσες για ώρες να παρατηρείς τα σύννεφα πάνω στα βουνά
το ταξίδι και τις περιπέτειες του φωτός πάνω στα κτίρια,
χρυσάφι πάνω στις ώχρες.
Έτσι ζήσαμε, κυκλωμένοι από ουρανούς!

Ήταν σαν, για ό,τι καλό φτιάξαμε, να ‘χαμε βάλει τους καιρούς και τους τόπους
στοργικούς παρατηρητές     
και για ό,τι κακό κάναμε, ο ένας στον άλλο, να ήμασταν υπόλογοι στον κόσμο.

Κι εγώ προσπάθησα να σταθώ γυμνός μπροστά της
αλλά αυτή με σκέπαζε με κάθε λογής παλιόρουχο.
Ήταν από ντροπή ή ήταν ο φόβος της δικιάς της γύμνιας?
Εκείνα όμως τα παλιόρουχα  ήταν τα πέπλα
τα όμορφα και ύπουλα
που οι ίδιοι είχαμε υφάνει
που λεπτά κι αδιόρατα
είχαν αρχίσει και μας τύλιγαν
και που έπρεπε εγώ να σκίσω
ονομάζοντας εξαρχής τα πράγματα.
Έτσι μας έφευγε η χαρά μέσα απ’ τα δάχτυλα.
Κι απομείναμε μες το ζεστό φώς της λάμπας που φώτιζε το δωμάτιο, θλιμμένοι.
Κι ύστερα κοιμηθήκαμε για λίγες ώρες αγκαλιασμένοι.
Για να ξυπνήσουμε μες της αυγής το γκρίζο φως
ναυαγισμένοι, κλαίγοντας.


                                                                                    Β.Η

                                                                              Γενάρης 2014                    

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | 3ο χτύπημα

Άμπρα Κατάμπρα, αξία ενσωματώσου!
«Το μέτρο της αξίας», μια παράλογη έκφραση

[…] Εάν «αξία» είναι το όνομα που έχουμε δώσει στο μέτρο του πλούτου, τότε είναι παράλογο να μιλάμε για «μέτρο της Αξίας». Εφόσον η Αξία είναι μέτρο, δεν έχει κι η ίδια μέτρο −όπως το μήκος δεν έχει μήκος και το βάρος δεν έχει βάρος. Μπορούμε να μετρήσουμε το μήκος ενός λιβαδιού, ή την αξία ενός εμπορεύματος, αλλά δεν γίνεται να μετρήσουμε το μήκος του μήκους, ούτε την αξία της αξίας. Επομένως η έκφραση «μέτρο της αξίας» είναι παράλογη. Όταν μιλάμε για «μέτρο της αξίας» χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι με αυτό τον τρόπο μετατρέπουμε στο μυαλό μας την αξία σε ουσία, τότε καταλήγουμε να την συγχέουμε με την πραγματικότητα την οποία μετράει, δηλαδή τον πλούτο.

Αυτή η σύγχυση δεν είναι συμπτωματική. Πάνω σε αυτήν θεμελιώνεται η πολιτική οικονομία από τον καιρό του Άνταμ Σμιθ. Άλλωστε ο Σμιθ ήταν μάστορας στο να θολώνει τα πράγματα: έχοντας προηγουμένως δηλώσει, ότι «η εργασία είναι το πραγματικό μέτρο της αξίας», στην αμέσως επόμενη φράση μιλάει για «αξία της εργασίας» −δηλαδή για … το μέτρο του πραγματικού μέτρου του μέτρου … τίνος πράγματος; Του πλούτου ασφαλώς! (Ο Πλούτος των Εθνών, βιβλίο Ι, κεφ. 5).

Εκείνο που, απεναντίας, δεν είναι παράλογο, είναι ο καθορισμός μιας μονάδας μέτρησης, ο καθορισμός της γλώσσας αυτής της μονάδας. Το βάρος εκφράζεται με γραμμάρια, το εμβαδόν με μέτρα, κ.ο.κ. Η μονάδα είναι προϊόν κοινωνικής σύμβασης. Ποια είναι η μονάδα της αξίας; Όπως μαρτυρούν τα γραπτά του Γουίλιαμ Πέτυ, του Τυργκό και του Σμιθ, πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα έσπαγαν το κεφάλι τους οι παλιοί οικονομολόγοι.

Αξία και τιμή

Οι λεγόμενοι εθνικοί λογαριασμοί δεν κατατρύχονται από τέτοιας λογής μεταφυσικά προβλήματα σχετικά με τη φύση της αξίας και τη μονάδα μέτρησής της. Ονομάζουν «τιμές» αυτό που ονομάσαμε παραπάνω «αξία» και μετρούν ή λογαριάζουν (δηλαδή καταγράφουν με μορφή λογαριασμών) τις τιμές που αναγράφονται στα κοινωνικά και εμπορικά τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στα λογιστικά και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των υπουργείων, κ.λπ. Οι εθνικοί λογαριασμοί έχουν στη διάθεσή τους μια μονάδα μέτρησης, αυτή που σχετίζεται με κάθε νόμισμα −το φράγκο, το δολάριο, κ.τ.τ. Παλιότερα μετρούσαμε σε λίβρες, μια μονάδα μέτρησης που με τη σειρά της μετριόταν με βάση μια μονάδα βάρους, αφού κάθε καινούργια μονάδα μέτρησης στηρίζεται πάνω σε ένα προϋπάρχον σύστημα μέτρησης: π.χ. το τζάουλ ή το κιλό είναι συνδυασμοί μιας μονάδας βάρους με μια μονάδα μήκους.

Οι κλασσικοί οικονομολόγοι αναρωτιόντουσαν κατά πόσο το νόμισμα αποτελεί μια λειτουργική μονάδα μέτρησης. Κι αυτό, επειδή διαπίστωναν ότι το νόμισμα έχει τη μορφή ενός μεταλλικού εμπορεύματος και επομένως, όπως κάθε εμπόρευμα, υφίσταται διακυμάνσεις. Έτσι, ο Πέτυ και ο Σμιθ βάλθηκαν να βρουν μια ακλόνητη μονάδα μέτρησης της αξίας και φαντάστηκαν ότι τη βρήκαν, ο μεν πρώτος στη γη και την εργασία, ο δε δεύτερος στην εργασία. Επειδή όμως ο Σμιθ πίστευε πως η «αξία της εργασίας» βρίσκεται στα μέσα συντήρησης του εργαζόμενου, δηλαδή σε αυτά που έχει ανάγκη για να επιβιώνει, αναγκάστηκε να οδηγηθεί σε μια άλλη μονάδα μέτρησης και η σκέψη του έγινε θρύψαλα, μιας και δεν είχε πού να στηριχτεί.

Αξία και χρόνος εργασίας

Καθώς δεν μπορεί να μετρηθεί η επιδεξιότητα της εργασίας, δηλαδή αυτό που διαφοροποιεί μια πιο εξειδικευμένη εργασία από μια λιγότερο εξειδικευμένη, οι κλασσικοί οικονομολόγοι έθεσαν το αξίωμα ότι η εξειδικευμένη εργασία δεν είναι παρά ένα πολλαπλάσιο της υποτιθέμενα «απλής εργασίας». Με βάση αυτή την αξιωματική αναγωγή ορίστηκε μια μονάδα μέτρησης: ο χρόνος εργασίας −ένας αριθμός που μπορεί αντικειμενικά να διαιρείται, να υπολογίζεται και να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Έτσι η συμβατική μέτρηση του πλούτου με βάση τον εργάσιμο χρόνο έγινε μέρος της καθημερινής ζωής: λέμε λ.χ. ότι «εκατομμύρια ώρες εργασίας χάθηκαν με τις απεργίες», ή «κερδήθηκαν χάρη στην τάδη τεχνική εφεύρεση». […]

Ο Πέτυ ήταν ο πρώτος που έκανε την εργασία εργαλείο μέτρησης του πλούτου/δύναμης στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής σύγκρισης −αυτός ήταν άλλωστε ο σκοπός της αριθμητικής πολιτικής. [...]
  
Δυνητική ή πλασματική και ενεργός ή πραγματική αξία

Ως μέτρο του πλούτου, η αξία μετράει μια ορισμένη ποσότητα αντικειμένων που υπάρχουν στο χώρο μέσα σε δεδομένη μια χρονική στιγμή. Σε ό,τι αφορά το εμπόρευμα, το κάθε συγκεκριμένο εμπόρευμα, η εκτίμηση της αξίας του γίνεται κατά την πώλησή του, δηλαδή αφότου έχει παραχθεί. Με βάση τι παράχθηκε; Παράχθηκε με βάση τον υπολογισμό μιας πιθανότητας: «Πόσο θα αξίζει κατά την πώλησή του;». Ο υπολογισμός αυτής της πιθανότητας εμπεριέχει τον υπολογισμό ενός ορισμένου κόστους παραγωγής του εμπορεύματος − δηλαδή την ποσότητα της εργασίας (ζωντανής ή παγιωμένης στα παραγωγικά μέσα) που χρειάστηκε για να παραχθεί, συν ένα μέσο κέρδος κατά την ίδια την παραγωγή του.

Έτσι, το εμπόρευμα έχει δυο αξίες: την αξία που έχει υπολογιστεί πιθανολογικά κατά την παραγωγή του και την αξία που ορίζεται πραγματικά κατά την πώλησή του.

Ονομάζω λοιπόν

  • δυνητική [ή πλασματική] αξία την αξία που υπολογίζεται κατά τη στιγμή της παραγωγής του εμπορεύματος, και την οποία (οι ουσιοκράτες) λένε «ενσωματωμένη» αξία, ή, όπως θα έλεγε ο Ρικάρντο, αξία που «έχει πραγματωθεί» ή «προσδιοριστεί μέσα σε ένα εμπόρευμα»∙
και

  • ενεργό [ή πραγματική] αξία την αξία, η οποία καθορίζεται κατά την πώληση του εμπορεύματος και η οποία ισούται με την τιμή του.

Αντίθετα απ’ ό,τι δείχνουν τα φαινόμενα, η αξία που υποτίθεται ότι είναι «ενσωματωμένη» και «έχει πραγματωθεί» σε ένα εμπόρευμα, είναι εντελώς φανταστική. Είναι μια αξία, την οποία πιθανολογεί κανείς και αναμένει, δηλαδή μια αξία που υπολογιστεί εκ των προτέρων ως πιθανή αξία −είναι το αντικείμενο του οικονομικού υπολογισμού και γι’ αυτό την ονομάζω δυνητική ή πλασματική.

Πραγματική αξία είναι μόνο η ενεργός αξία και μοναδική πραγματικότητα της αξίας αυτής είναι η τιμή της. Θα εξηγήσω τώρα γιατί.

Η αξία δεν είναι πράγμα αλλά σχέση

Ας κάνουμε μια σύγκριση με τη δύναμη. Όταν μιλάμε για «δύναμη», έχουμε κατά νου κάτι το καθαρά δυναμικό, δυνητικό. Όταν π.χ. λέμε ότι «το τάδε έθνος είναι πολύ δυνατό», εννοούμε ότι έχει μέσα του μεγάλη δύναμη με την έννοια ότι το θεωρούμε ικανό να νικήσει τους αντιπάλους του σε περίπτωση πολέμου. Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλο το πρόβλημα: η «δύναμη» ενός έθνους μετράει μεν αυτό που θα μπορούσε να κάνει σε περίπτωση πολέμου, αλλά το αν θα το κάνει αυτό ή όχι είναι εντελώς άλλο ζήτημα! Η πραγματική δύναμη έχει να κάνει με αυτό που μπορεί (δηλαδή αξίζει) στην πράξη, εδώ και τώρα, μέσα στη δράση να κάνει κάποιος και όχι στο τι θα μπορούσε να κάνει αλλού και άλλοτε. Η πόλεμος είναι η στιγμή της αλήθειας των εκτιμήσεων σχετικά με τη δύναμη των κρατών. Η Γαλλία λ.χ. θεωρούνται μεγάλη δύναμη πριν από τον Β’ παγκόσμιο πολεμο, αλλά κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο το 1940.

Ένα ακόμα παράδειγμα: Συνηθίζουμε να μετράμε σε πόντους τη σχετική αξία κάθε πιονιού στο σκάκι. Πρόκειται για μια συμβατική ένδειξη, που διευκολύνει τους υπολογισμούς, ειδικά τη στιγμή που ο παίκτης δέχεται ν’ ανταλλάξει το πιόνι του με ένα του αντιπάλου. Όμως αυτό που αξίζει πραγματικά ένα πιόνι, μας το λέει η θέση που έχει πάνω στη σκιακιέρα εδώ και τώρα, μέσα στο παιχνίδι. Ένας πύργος περικυκλωμένος από μια σειρά από πιόνια, δεν αξίζει τίποτα. Η αξία του είναι καθαρά δυνητική. Αν δεν απελευθερώσουμε το πεδίο δράσης του μέσα στο παιχνίδι, τότε δεν θα έχει ποτέ την ευκαιρία να εκδιπλώσει τη δυνητική του αξία. Αντίστροφα, ένα στρατιωτάκι, που θεωρητικά δεν αξίζει και πολλά, μπορεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή να αξίζει πολύ περισσότερο κι από την ίδια τη βασίλισσα.

Η αξία-εργασία του εμπορεύματος, η αξία ως «εργασία ενσωματωμένη στο εμπόρευμα», δεν είναι περισσότερο πραγματική απ’ ό,τι η δύναμη ενός έθνους πριν από τον πόλεμο, ή ενός πιονιού πριν από το παιχνίδι. Η μόνη πραγματική αξία είναι η ενεργός αξία∙ κι αυτή η αξία δεν είναι ένα πράγμα αλλά μια σχέση και τίποτε άλλο. Η πώληση είναι για την αξία του εμπορεύματος ό,τι και το παιχνίδι για την αξία ενός πιονιού. […]

Φρανσουά ΦουρκέRichesse et Puissance. Une génèalogie de la valeur
(1989, β΄έκδοση 2002)


Σημ. του HS  «Η ενσωματωμένη αξία είναι εντελώς φανταστική». «Η πραγματική αξία δεν είναι πράγμα αλλά σχέση». «Η αριθμητική πολιτική επινοήθηκε ώστε να διευκολύνει τον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων»…. Βαστάμε αυτά, και άλλα πολύ ενδιαφέροντα από την επιχειρηματολογία του Φουρκέ, και συνεχίζουμε. Με στόχο να σχηματίσουμε έναν ειδικό «φάκελο» πάνω στο θέμα «Αξία, Χρήμα και Μαγεία», και πριν εκθέσουμε τις δικές μας θέσεις επ’ αυτού, συνεχίζουμε τη συλλογή και παρουσίαση τεκμηρίων, που συνεισφέρουν στην ανατροπή της εργαλειακής αντίληψης του χρήματος και της ουσιοκρατικής αντίληψης της αξίας, οι οποίες βαραίνουν τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται από πολλές πλευρές η κατανόηση και ανάλυση της σημερινής κρίσης. Και τη βαραίνουν άσχημα όταν, στηριγμένη στη μαγική θεωρία της «ενσωματωμένης αξίας-εργασίας» (που κατά βάση θεωρεί την ανταλλαγή σαν επιφαινόμενο της εργασίας) και την συνεπακόλουθη ιδέα ότι η κρίση του κεφαλαίου έχει να κάνει με μια μείωση του ποσοστού της «ενσωματωμένης υπεραξίας» εξαιτίας της επιταχυνόμενης εκμηχάνισης της παραγωγής, κυκλοφορεί από το τέλος των απελευθερωτικών αγώνων της δεκαετίας του 1960 και 1970 μια ορισμένη κριτική, που θέλει να λέγεται «ριζική», η οποία καταλήγει να παρουσιάζει την εκτεχνίκευση, και ειδικά στις πιο σύγχρονες μορφές της της ηλεκτρονικής αυτοματοποίησης, σαν ένα είδος «υποκειμένου» της κοινωνικής χειραφέτησης στη θέση του απωλεσθέντος προλεταριάτου −αφού, όπως ισχυρίζεται αυτή η κριτική, ο καλπασμός της Τεχνικής όχι μόνο ρίχνει σε βαθιά κρίση την «αξιοποίηση της αξίας» αλλά και συντελεί στην απελευθερωτική «κατάργηση της εργασίας»! Μα τον τυφλό ντετερμινισμό με τα πολλά πλοκάμια του! Οι αναγνώστες μας θα έχουν, πιστεύουμε, καταλάβει σε γενικές γραμμές τη ριζική διαφωνία μας με αυτού του είδους την «κριτική της αξίας». Υπομονή.

ΠΡΟΣΟΧΗ!  Το e-mail μου enastros@otenet.gr, που από αβλεψία εξακολουθεί να αναφέρεται στην αρχειακή ιστοσελίδα μας HappyFew, έχει καταργηθεί εδώ και πολλάάάάά χρόνια!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...