Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Ο φόβος της Ελευθερίας


    Αν οι ιστορικοί του μέλλοντος πρόκειται να φτάσουν σε μιά πληρέστερη εξήγηση του τι συνέβη στις μέρες μας, μέρες σκυθρωπές και αποφράδες, που έρχονται να κλείσουν τη μεγάλη εποχή που άνοιξε με τις τυμπανοκρουσίες της Γαλλικής Επανάστασης, νομίζω πως, δίχως να αγνοήσουν ούτε τον πνευματικό, ούτε τον οικονομικό παράγοντα, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ένα διαφαινόμενο κίνητρο λιγότερο συνειδητό και λιγότερο βολικά ορθολογικό. Αυτό είναι ο φόβος της Ελευθερίας.

    Ας οριστεί δε σαν φόβος της ελευθερίας η ασυνείδητη φυγή από το μέγα βάρος της ατομικής ευθύνης που μιά ανοιχτή κοινωνία επιβάλλει στα μέλη της.(1)

    Mιά τέτοια υποχώρηση δεν συντελείται γρήγορα ή ομοιόμορφα. Ούτε είναι ανώδυνη για τα άτομα. Η άρνηση της ευθύνης σε κάθε σφαίρα συνεπάγεται πάντοτε μιά οφειλή που πρέπει να πληρωθεί συνήθως με τη μορφή της νεύρωσης. Ο φόβος της ελευθερίας είναι παρών μέσα στα αυξανόμενα άλογα άγχη και τις εκδηλώσεις του νευρωτικού αισθήματος ενοχής και της καταθλιπτικής κρίσης που παρατηρείται στα τελευταία στάδια της υποχώρησης.
    Εδώ ενεδρεύει η μαγική σκέψη και η απολυταρχία.
    Η αποτυχία του ανθρώπινου γένους να αποκτήσει τις συνήθειες που απαιτεί μιά ανοιχτή κοινωνία οδηγεί  έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων στο συμπέρασμα ότι η ανοιχτή κοινωνία είναι ακατόρθωτη και ότι, συνεπώς, η μόνη διέξοδος από την οικονομική και πνευματική καταστροφή είναι να επιστρέψουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε σε ένα κλειστό τύπο κοινωνίας.(2). Κι όλα αυτά παρόλο που ο σημερινός άνθρωπος έχει διαποτισθεί ως το κόκκαλο από την ιδέα ενός μελλοντικού σκοπού, ώστε δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα κόσμο από τον οποίο να απουσιάζει η ελπίδα για βελτίωση και πρόοδο.(3)
    Παρόλα αυτά γίναμε μάρτυρες μιάς βαθμιαίας διάλυσης κάθε πνευματικής συγκρότησης που άρχισε μέσα στην τάξη των διανοουμένων, αλλά τώρα επιδρά πάνω στις μάζες σχεδόν παντού και τείνει πλέον να ολοκληρωθεί. Έχουμε δοκιμάσει επίσης μια μεγάλη εποχή ορθολογισμού, που σημαδεύτηκε από τέτοιες επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις, που οι προηγούμενες εποχές δεν είχαν καν υποπτευθεί τη δυνατότητά τους, και που, θεωρητικά τουλάχιστον, θα έφερναν το ανθρώπινο γένος αντιμέτωπο με την προοπτική μιας κοινωνίας περισσότερο ανοιχτής από οποιαδήποτε έχει γνωρίσει ως τώρα. Και έχουμε δοκιμάσει επίσης τον αιώνα που μας πέρασε κάτι άλλο- τα αλάνθαστα συμπτώματα μιας υποχώρησης από αυτή την προοπτική. Μετά την μεγάλη αισιοδοξία του 19ου αιώνα, όπως είπε ο Μαλρώ,  ο δυτικός πολιτισμός άρχισε να αμφισβητεί τα ίδια του τα διαπιστευτήρια.

    Ποια είναι η σημασία αυτής της υποχώρησης, αυτής της αμφιβολίας? Είναι άραγε ο δισταγμός πριν από το πήδημα ή η αρχή μιας πανικόβλητης φυγής?
    Μπορούμε όμως να θυμηθούμε πως άλλη μια φορά στο παρελθόν ένας λαός, πολιτισμένος πήρε φόρα για το πήδημα τούτο-έφτασε ως την άκρη και το αρνήθηκε. Και μπορούμε να εξετάσουμε τις συνθήκες και τους λόγους αυτής της άρνησης.
    Είναι ο ίππος ή ο αναβάτης που δίστασε? Αυτή είναι πράγματι η κρίσιμη ερώτηση

    Προσωπικά πιστεύω πως ήταν ο ίππος-με άλλα λόγια τα εξωλογικά εκείνα στοιχεία μέσα στην ανθρώπινη φύση που, δίχως να το ξέρουμε δυναστεύουν μέγα μέρος της συμπεριφοράς μας και μέγα μέρος αυτού που νομίζουμε πως αποτελεί δική μας σκέψη.
    Οι άνθρωποι που δημιούργησαν τον πρώτο ευρωπαϊκό ορθολογισμό ουδέποτε υπήρξαν-ίσαμε την ελληνιστική εποχή- «απλοί» ορθολογιστές. Αυτό σημαίνει πως είχαν βαθιά και εναργή συνείδηση της δύναμης, του θάμβους αλλά και του κινδύνου που έχει το Παράλογο. Και στην ελληνιστική εποχή πολλοί έκαναν το μοιραίο λάθος να νομίσουν πως μπορούν να το αγνοήσουν.

    Κι εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση πηγαίνοντας δυο χιλιάδες χρόνια πίσω, σε μια άλλη παγκόσμια κρίση. Και ίσως διαπιστώσουμε ξανά ότι η ιστορία υπακούει σε νόμους όχι σε καπρίτσια.
     
    Τι έγινε από τους κλασσικούς χρόνους ως εκείνη τη στιγμή που οι Χριστιανοί έρριξαν κάτω την πρόσοψη του Αρχαίου κόσμου κι ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχε πίσω της απολύτως τίποτε-παρά μονάχα ένας ξεθωριασμένος τοπικός πατριωτισμός κι ένα συναίσθημα αρχαιοπρέπειας? [Γιατί αυτό συνέβη-τουλάχιστον στις πόλεις-ενώ για τους χωρικούς, τους παγάνους, φαίνεται πως ορισμένες παλιές τελετές εξακολουθούσαν να έχουν κάποιο νόημα, όπως κάποιες από αυτές εξακολουθούν να διατηρούν κάποιο νόημα, αλλά μ’ ένα συγκεχυμένο και μάλλον ακατανόητο τρόπο, μέχρι σήμερα]

    Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. ο ελληνικός πολιτισμός έμπαινε όχι στην εποχή του Ορθού Λόγου, αλλά σε μια περίοδο βαθμιαίας πνευματικής παρακμής, που επρόκειτο να διαρκέσει, με ορισμένες ομαδικές προσπάθειες και ορισμένες εξαιρετικές ατομικές επιχειρήσεις οπισθοφυλακής, ως την άλωση του Βυζαντίου από τους Τούρκους. Δεκαέξι ολόκληρους αιώνες ο ελληνικός κόσμος δεν παρουσίασε ποιητή, μαθηματικό, επιστήμονα, φιλόσοφο ισάξιο των παλαιοτέρων.
    Το να καταλάβουμε τους λόγους αυτής της μακρόχρονης παρακμής, αποτελεί ένα απ’ τα μεγαλύτερα προβλήματα της παγκόσμιας ιστορίας. Ας ασχοληθούμε όμως εδώ μόνο με μια πλευρά του, τη πνευματική διάλυση, αυτό δηλαδή που ονομάζουμε με ευκολία, Επιστροφή στο Παράλογο.

   Από τον 3ο αιώνα και μετά κάνει θραύση η λογοτεχνία που ισχυρίζεται ότι βασίζεται σε θεϊκή αποκάλυψη, οι αρχαίες δεισιδαιμονίες της Ανατολής και οι φαντασιώσεις του ελληνιστικού όχλου κερδίζουν τη συγκατάθεση της τάξης των μορφωμένων βρίσκοντας όλο και λιγώτερη αντίσταση από την πλευρά των διανοουμένων οι οποίοι τελούν υπό σύγχυση.
    Η αστρολογία είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα παραδείγματα. Και όπως λέει ο Murray: «η αστρολογία ενέσκηψε στο ελληνικό πνεύμα καθώς μιά καινούρια αρρώστια ενσκήπτει σε κάποιο απομακρυσμένο νησιωτικό πληθυσμό».(4) Θα μπορούσαμε βέβαια να υποθέσουμε πως η διάδοσή της ευνοήθηκε από πολιτικές καταστάσεις: στα ταραγμένα πενήντα χρόνια πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας, το να ξέρει κάποιος τι έμελλε να συμβεί ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Πίσω όμως από τέτοιες άμεσες αιτίες θα μπορούσαμε ίσως να υποπτευθούμε κάτι βαθύτερο και λιγότερο συνειδητό: έναν αιώνα και περισσότερο το άτομο είχε βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τη δίκη του πνευματική ελευθερία και τώρα της έστρεψε τα νώτα και όρμησε να ξεφύγει από το φρικτό ενδεχόμενο-καλύτερα η άκαμπτη αιτιοκρατία του αστρολογικού πεπρωμένου παρά το τρομακτικό βάρος της καθημερινής ευθύνης.
    Ορθολογιστές όπως ο Παναίτιος και ο Κικέρωνας δοκίμασαν να συγκρατήσουν την οπισθοχώρηση με λογικά επιχειρήματα όπως ακριβώς έμελλε να κάνει αργότερα ο Πλωτίνος αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ορισμένα κίνητρα βρίσκονται πέρα από την εμβέλεια του λογικού επιχειρήματος.

     
    Δεκαετίες λοιπόν μετά τον Μαλρώ, εμείς που δοκιμάσαμε στο πετσί μας τις συνέπειες από τους γάμους του Καπιταλισμού με την Τεχνολογία, γάμοι που αποδείχτηκαν άρρηκτοι, δυναστευτικοί και σκοταδιστικοί, είδαμε την τεχνολογία, αυτή τη σύγχρονη μαγγανεία, βασισμένη στον δυναμισμό του καπιταλισμού να τρυπώνει εκεί που υποχώρησε ο Λόγος και μαζί να καταστρέφουν κάθε συγκρότηση, πρώτα πνευματική και μετά κοινωνική. Και το να αποκαλώ την τεχνολογία, το καύχημα του κόσμου μας, σύγχρονη μαγγανεία  και να την αντιστοιχώ με το χάος του παραλογισμού που κατέλυσε τον Αρχαίο κόσμο διόλου δεν το νοιώθω υπερβολή. Η εκπόρευση της τεχνολογίας από τους νόμους της αγοράς και το μάρκετινγκ μιλούν  για την “μαγεία” του πράγματος. Τα ξεχαρβαλωμένα gadget-μικρά μαγικά αντικείμενα- θα κείτονται σαν σκονισμένα αινίγματα μπροστά στους αρχαιολόγους του μέλλοντος.
Αλλά δεν είναι μόνο η τεχνολογία υπόλογη, ή ακριβέστερα το τεχνικό πνεύμα και ο άπειρος σχετικισμός που επιφέρει, ούτε ο αρχαίος φόβος για την προσωπική ευθύνη.
     Πιστεύω ότι για την άτακτη υποχώρηση των Δυτικών κοινωνιών και του Λόγου δεν ευθύνεται μόνο ο φόβος της ελευθερίας αλλά κάτι πρέπει να πήγαινε στραβά και με τον Λόγο. Για την ακρίβεια αυτό που οι γενιές μας γνώρισαν σαν Λόγο: τον Ορθολογισμό και την αδυναμία του να αποδεχτεί και να κατανοήσει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης και να τη συμπεριλάβει στους υπολογισμούς του.

    Κατά τη γνώμη μου λοιπόν αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι να εγκαταλείψουμε τον ορθό λόγο, αλλά να αναγνωρίσουμε επιτέλους ότι ο ορθός λόγος τους τρεις τελευταίους αιώνες έδρασε μέσα σ’ ένα πεδίο που δεν αποτελεί την συνολική εμπειρία, ότι εξέλαβε λανθασμένα το μέρος ως όλο, και επέβαλε αυθαίρετους περιορισμούς ακόμη και στην ίδια του τη δράση. (5)
     Από το πόσο καλά έχουμε κατανοήσει αυτό το πρόβλημα θα εξαρτηθεί αν στο τέλος θα καταλάβουμε τον ίππο καλύτερα. Αν καταλάβουμε καλύτερα τον ίππο, θα μπορέσουμε με καλύτερη εξάσκηση να ξεπεράσουμε τους φόβους του, και ξεπερνώντας τον φόβο, ίππος και αναβάτης θα κάνουν μιά μέρα το αποφασιστικό πήδημα, και θα το κάνουν με επιτυχία.




                                                                                                     Β.Η

    [1]    Erich Fromm, Escape from Freedom
    [2]    W.H. Auden, Criticism in a Mass Society, The Mind, 2 (1948). Πρβ.επίσης Walter Lippman, A Preface to Morals, σχετικά με “το βαρύ φορτίο της πρωτοτυπίας”.
    [3]    Edwyn Bevan, The Hellenistic Age και σχετικά με τον 3ο αιώνα π.Χ. βλ. Bevan, Stoics and Sceptics.
    [4]    Murray, Five Stages of Greek Religion                          
    [5]    L.C. Knight, Explorations
   


     Υ.Γ        Οφείλω αυτή την ανάρτηση σ’ έναν απλό –κατά δήλωσή του- καθηγητή των ελληνικών, τον E.R Dodds. Ο ίδιος αναφέρεται κατ’ επανάληψιν στους παραπάνω στο Οι Έλληνες και το παράλογο. Κάποια σημεία εδώ και εκεί, για να δημιουργήσω ένα ενιαίο κείμενο αλλά και για να προβάλλω τις απόψεις μου, είναι αναπόφευκτα δικά μου. Όλες οι συγκολλήσεις επίσης έγιναν με τρόπο τέτοιο ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία -μ’ αυτή τη δημοσίευση-τίθενται βέβαια σε κρίση.   
        

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ευχαριστήριο γράμμα στους αφέντες αυτού του κόσμου



Ευχαριστούμε ω Θεϊκά πλάσματα τη Συμπόνιας και του Ελέους, για την ύπαρξη σας !!!
Ευχαριστούμε που μας δίνετε την τρομακτική ευκαιρία να Σας υπηρετήσουμε και, μέσα από αυτήν την υπηρεσία προς Εσάς, να εξαγνιστούμε!!!
Ευχαριστούμε που κάνετε ό,τι είναι δυνατόν για να βυθίζετε κάθε μέρα της ζωής μας μέσα στη ανασφάλεια και τον πόνο. Γνωρίζουμε ότι πρόθεση Σας είναι να μας κάνετε δυνατότερους!!!
Ευχαριστούμε που μας βοηθάτε με όποιο μέσο μπορείτε, τις τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα, τις θεόπνευστες ομιλίες σας, να μην σκεφτόμαστε  τίποτα άλλο από το χρήμα και την εξαπάτηση. Γνωρίζουμε ότι μας διαπαιδαγωγείτε, έτσι, για να επιβιώνουμε στον κόσμο του Θεάματος, στον κόσμο της απόλυτης Ζούγκλας !!!
Ευχαριστούμε που όταν τυχαίνει να αγανακτούμε, Σεις εκφράζετε  την συμπάθεια, την αγάπη Σας και την κατανόηση σε αυτό που περνάμε. Μας κάνετε να νοιώθουμε μέσα στη καρδιά μας το πόσο πολύτιμοι είμαστε για Εσάς!!!
Ευχαριστούμε που μας εξαγνίζετε μέσα από την Εργασία και την Αμοιβή μας. Όσο πιο λίγα μας προσφέρετε για τις ταπεινές υπηρεσίες μας, τόσο πιο πολύ μας εξανθρωπίζετε.
Μάλιστα όταν από την μια μας τα δίνετε και από την άλλη μας τα παίρνετε, τόσο πιο πολύ κατανοούμε ότι ο άνθρωπος γυμνός ήρθε σε αυτόν τον μάταιο κόσμο και γυμνός θα φύγει από αυτόν!!!
Ευχαριστούμε που διαθέτετε τις ημέρες Σας σκεπτόμενοι συνεχώς πώς θα βρείτε τρόπους να μας βυθίσετε στην απόγνωση. Το κατανοούμε ότι μας εκπαιδεύετε στην έννοια της λιτότητας τονίζοντας και διαστρέφοντας τα αναρίθμητα σφάλματα μας, όχι επειδή μας μισείτε αλλά αντιθέτως επειδή με αυτό τον τρόπο εκφράζετε την αγάπη Σας και την πρόθεση Σας να μας δώσετε να αντιληφτούμε, ότι ο άνθρωπος εδώ θα υποφέρει και αλλού θα εξαγνιστεί!!!
Μόνο που μερικές φορές, όταν μένω μόνος και σκέφτομαι το Έλεος και την φροντίδα Σας, διερωτώμαι - και συγγνώμη κιόλας που τολμώ να το σκέφτομαι: Είναι όλα αυτά αρκετά;
Μήπως θα έπρεπε να βρείτε ακόμα πιο εκλεπτυσμένους τρόπους για να μας κάνετε να αισθανθόμαστε, λέμε τώρα, λίγο περισσότερο σκλάβοι από ό,τι είμαστε;
Θα ήθελα να Σας δοξάσω ακόμα περισσότερο, μα δεν θέλω να Σας κουράσω αλλά ούτε και να καταχραστώ το χρόνο Σας. Ξέρω ότι είναι χρόνος πολύτιμος, που τον αξιοποιείτε με τον καλύτερο και υψηλότερο τρόπο!!!
Ο ταπεινός δούλος Σας,
Σας εύχομαι ευημερία και μακροημέρευση,
Ο Θεός να Σας φυλάει .
Το ξέρω ότι με αγαπάτε και Σας αγαπώ κι εγώ, το ομολογώ.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Στοχασμοί πάνω στα αίτια της ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης


«Η σημερινή ιστορική περίοδος είναι μια περίοδος στην οποία σβήνουν σιγά-σιγά όλα όσα συγκροτούσαν προηγουμένως ένα λόγο για να ζει κανείς. […]

Τίποτα δεν είναι περισσότερο αντίθετο προς αυτό το ιδεώδες [ενός πολιτισμού, στον οποίον οι άνθρωποι θα ορίζουν οι ίδιοι τη μοίρα τους μέσα από σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας]όσο η μορφή που έχει πάρει σήμερα, στο τέλος μιας πορείας πολλών αιώνων, ο σύγχρονος πολιτισμός. Ποτέ το άτομο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτικά παραδομένο στην τυφλή συλλογικότητα και ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν περισσότερο ανίκανοι, όχι μόνο να υποτάξουν τις πράξεις τους στις σκέψεις τους, αλλά ακόμα και να σκεφτούν. […]

Η αιτία αυτής της οδυνηρής κατάστασης πραγμάτων είναι ξεκάθαρη. Ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου τίποτα δεν είναι στο μέτρο του ανθρώπου.Υπάρχει μια τερατώδης δυσαναλογία μεταξύ του σώματος του ανθρώπου, του πνεύματος του ανθρώπου και των πραγμάτων που συγκροτούν σήμερα τα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής. Τα πάντα βρίσκονται σε ανισορροπία και καμιά κοινωνική κατηγορία, ομάδα ή τάξη ανθρώπων δεν ξεφεύγει εντελώς από αυτήν. […]

Αυτή η ανισορροπία είναι ουσιαστικά θέμα ποσότητας. Έχουμε διαβεί ένα κατώφλι όπου, όπως είπε ο Χέγκελ,μια απλή διαφορά ποσότητας επιφέρει ένα ποιοτικό άλμα − κι εδώ έχουμε ένα τέτοιο άλμα από το πεδίο του ανθρώπινου στο πεδίο του απάνθρωπου. Βέβαια, σε ένα αφηρημένο επίπεδο αυτό δεν είναι ορατό διότι σε κάθε ποσοτική αύξηση μπορούμε ν’ αλλάζουμε αυθαίρετα τη μονάδα μέτρησης και να μη διακρίνεται η ποιοτική μεταβολή. Στο πεδίο του συγκεκριμένου ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες μονάδες μέτρησης που δεν αλλάζουν κατά τις ορέξεις μας: π.χ. το ανθρώπινο σώμα,η ανθρώπινη ζωή, το έτος, η ημέρα, η μέση ταχύτητα της ανθρώπινης σκέψης. Η σημερινή ζωή δεν οργανώνεται στα μέτρα όλων αυτών των δεδομένων αλλά με βάση μια εντελώς διαφορετική τάξη μεγεθών. […]

Αν μάλιστα δούμε, ότι το παρόν οικονομικό καθεστώς εξάντλησε πλέον τις κατασκευαστικές του ικανότητες και λειτουργεί υπονομεύοντας ολοένα και περισσότερο τις υλικές βάσεις του, θα αντιληφθούμε σε όλη την απλότητά της την ουσία της απύθμενης αθλιότητας, στην οποία έχουμε καταδικάσει τις μελλοντικές γενιές. Φαινομενικά, τα πάντα σήμερα γίνονται μεθοδικά: η επιστήμη βασιλεύει, οι μηχανές έχουν καταλάβει σχεδόν ολόκληρο το πεδίο της εργασίας, τα πάντα γίνονται με βάση τις στατιστικές και στο ένα έκτο του πλανήτη η κοινωνική ζωή ρυθμίζεται με βάση κάποια συγκεκριμένα σχέδια. Όμως στην πραγματικότητα, το ίδιο το μεθοδικό πνεύμα εκλείπει ολοένα και περισσότερο για τον απλό λόγο ότι η σκέψη δεν βρίσκει πλέον πού ακριβώς να πατήσει, μιας και τα πάντα έχουν συνδεθεί σε ένα τόσο ευρύ, πολύπλοκο όσο και αφηρημένο σύνολο, πολύ πέρα και πάνω από την εμβέλεια του ατόμου και του σκέπτεσθαι. […]

Αυτό δεν ισχύει μόνο για το πεδίο της επιστήμης και της γνώσης, ούτε μόνο για την ίδια την πρακτική και παραγωγική ζωή − όπου ο εργαζόμενος περιστέλλεται σε ένα εντελώς παθητικό ρόλο−, αλλά και για το σύνολο της κοινωνικής ζωής, η οποία εξαρτάται από τόσο πολλούς και τόσο αλληλένδετους παράγοντες, που κανείς πλέον δεν είναι σε θέση να συλλάβει με ακρίβεια το πώς ακριβώς δουλεύει. Έτσι, η κοινωνική εκείνη λειτουργία που κατ’ εξοχήν ανήκει στο άτομο, η λειτουργία του συντονισμού, της διεύθυνσης και της απόφασης, ξεπερνάει τις ατομικές ικανότητες και γίνεται αφηρημένα συλλογική και ανώνυμη.

Στο βαθμό λοιπόν που ό,τι το συστηματικό έχει η σύγχρονη ζωή ξεφεύγει από τη εμβέλεια της σκέψης μας, η συστηματικότητα αποκαθίσταται μέσα από πράγματα που ανήκουν στην υποτιθέμενη συλλογική σκέψη −υποτιθέμενη, διότι η συλλογικότητα, ασφαλώς, δεν σκέφτεται! − και που στην πραγματικότητα πιθηκίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Έτσι, η συνοχή της επιστήμης εξασφαλίζεται αφενός από σημεία, δηλαδή από έτοιμες λέξεις ή εκφράσεις που χρησιμοποιούνται άσχετα από το αρχικό τους νόημα, και αφετέρου από αλγεβρικούς υπολογισμούς. Στο πεδίο της εργασίας, την αντίστοιχη λειτουργία την αναλαμβάνουν οι μηχανές. Η παραγωγή και η κατανάλωση,επίσης, σχετίζονται και ρυθμίζονται από ένα αφηρημένο πράγμα, το χρήμα. Και τέλος, ο συντονισμός και η διεύθυνση της κοινωνίας, έχουν εγκαταλειφθεί και αυτές σε ένα μηχανισμό, τη λεγόμενη γραφειοκρατία, που τα κομμάτια της είναι άνθρωποι και τα γρανάζια που τα συνδέουν είναι πρωτόκολα, αναφορές και στατιστικές. […]

Η αντιστροφή της σχέσης μεταξύ μέσων και σκοπών, μια αντιστροφή που σε κάποιο βαθμό αποτελεί το νόμο κάθε καταπιεστικής κοινωνίας, είναι πλέον ολοκληρωτική και εκτείνεται παντού. Ο επιστήμονας δεν καταπιάνεται με την επιστήμη προκειμένου να καταφέρει να δει καθαρότερα τη σκέψη του, αλλά αποβλέποντας στην επίτευξη εκείνων των αποτελεσμάτων, που θα επιβεβαιώσουν την ήδη συγκροτημένη επιστήμη. Οι μηχανές δεν λειτουργούν για να βοηθούν τον άνθρωπο να επιβιώνει αλλά, απεναντίας, έχουμε φτάσει στο σημείο να μην αφήνουμε ανθρώπους να επιβιώσουν αν δεν γίνουν υπηρέτες των μηχανών. Το χρήμα δεν αποτελεί ένα εύχρηστο μέσον για την ανταλλαγή των προϊόντων, αλλά η ακατάσχετη ροή εμπορευμάτων αποτελεί το μέσον για να κυκλοφορεί το χρήμα. Τέλος, η ίδια η οργάνωση δεν είναι ένα μέσον για την άσκηση μιας συλλογικής δραστηριότητας αλλά, απεναντίας, η δραστηριότητα μιας ομάδας ανθρώπων αποτελεί το μέσον για την ενίσχυση της οργάνωσης. Μια άλλη όψη του ίδιου πράγματος είναι το γεγονός,ότι τα ίδια τα σημεία − λέξεις και αλγεβρικές φόρμουλες στο πεδίο της γνώσης∙χρήμα και πιστωτικά σύμβολα στο πεδίο της οικονομικής ζωής − εμφανίζονται ως πραγματικότητες ενώ τα πραγματικά πράγματα στα οποία παραπέμπουν, παρουσιάζονται σαν σκιές ακριβώς όπως στο παραμύθι του Άντερσεν για το σοφό και τον ίσκιο του. […]

Όταν ο άνθρωπος έχει εξανδραποδιστεί σε τέτοιο βαθμό, οι αξίες δεν μπορούν πλέον να θεμελιωθούν πουθενά και έτσι, στην πραγματικότητα, τίποτα δεν μπορεί να αξιο-λογηθεί. Μοναδικό κριτήριο γίνεται, επομένως, η αποτελεσματικότητα και το κατά πόσον κάτι διευκολύνει μια δεδομένη ροή ή κατάσταση πραγμάτων. […] Στο οικονομικό πεδίο λ.χ., μια επιχείρηση δεν κρίνεται με βάση την ενότητα των κοινωνικών λειτουργιών της αλλά με το πόσο επεκτείνεται και πόσο γρήγορα αναπτύσσεται∙ κι αυτό ισχύει για όλους τους τομείς. […]

Αλλά η εκμηδένιση κάθε δυνατότητας ουσιαστικής αξιο-λόγησης, οδηγεί αναγκαστικά στην ακύρωση και της ίδιας της σκέψης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον κρίσιμο ρόλο της στον έλεγχο της πορείας των ανθρώπινων πραγμάτων. Η σκέψη πέφτει στη σοφιστεία. Έτσι και τα πάντα, και σε όλα τα πεδία, γίνονται στα τυφλά. [...]
Γι’ αυτό και είναι απατηλή η ιδέα,που λέει ότι ο σημερινός πολιτισμός παράγει από μόνος του τους ίδιους τους νεκροθάφτες. Πώς είναι δυνατόν η σκλαβιά να γεννήσει ελεύθερους ανθρώπους; Ποτέ στην ιστορία ένα δουλοκτητικό καθεστώς δεν έπεσε από τους ίδιους τους δούλους. Η αλήθεια, απεναντίας, είναι ότι η δουλεία αποκτηνώνει τον άνθρωπο μέχρι του σημείου που δεν τον νοιάζει πια που είναι δούλος. Η αλήθεια είναι, ότι την ελευθερία την αισθάνονται πολύτιμη μόνον εκείνοι που είναι πραγματικά ελεύθεροι, εκείνοι που την έχουν πραγματικά γευτεί. Και η αλήθεια είναι, ότι ένα καθεστώς ολότελα απάνθρωπο, όπως το δικό μας, όχι μόνο δεν διαπλάθει ανθρώπους ικανούς να χτίσουν μια ανθρώπινη κοινωνία, μα και πλάθει τους υποτελείς του, όλους τους υποτελείς του,καταπιεστές και καταπιεζόμενους, σύμφωνα με το δικό του απάνθρωπο πρότυπο. […]

Βέβαια, λέμε συχνά πως η ισχύς δεν είναι σε θέση να δαμάσει τις ιδέες, τη σκέψη. Όμως για να ισχύει αυτό,πρέπει να υπάρχει σκέψη! Εκεί όπου οι κάθε λογής παράλογες γνώμες έχουν πάρει τη θέση των ιδεών, η ισχύς μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Γι’ αυτό και δεν είναι ακριβές ότι ο φασισμός σκοτώνει την ελεύθερη σκέψη. Στην πραγματικότητα, η απουσία ελεύθερης σκέψης είναι αυτή που επιτρέπει τη βίαιη επιβολή ημιπάλαβων δογμάτων, πολλαπλασιάζοντας τη γενικευμένη αποχαύνωση. Κι όπως ξέρουμε, στις μέρες μας οι απόπειρες αποβλάκωσης των ανθρώπων έχουν στη διάθεσή τους πανίσχυρα μέσα για να σπείρουν την ασάφεια και τον παραλογισμό. Ένα μόνο πράγμα είναι βέβαιον ότι δεν μπορεί να κατορθώσει κανείς, ακόμα κι αν έχει όλα τα μέσα επικοινωνίας στη διάθεσή του: να μεταδώσει ευρύτατα ιδέες σαφείς, συλλογισμούς με στέρεη βάση και μια καθαρή ματιά σε όσα συμβαίνουν. […]

Συνολικά, η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα μοιάζει αρκετά με αυτή των ταξιδιωτών, που δεν έχουν ιδέα για το πού βρίσκονται ενώ τρέχουν ολοταχώς μ’ ένα αυτοκίνητο χωρίς οδηγό σε μια κακοτράχαλη γη. Πότε άραγε θα επέλθει η πρόσκρουση εκείνη, που θα θέσει στη συνέχεια το ζήτημα να δοκιμάσουμε να φτιάξουμε κάτι καινούργιο και διαφορετικό;Μπορεί σε κάποιες δεκαετίες, ή και αιώνες. Δεν έχουμε κανένα δεδομένο για να το πούμε με ακρίβεια. […] Οι τωρινές γενιές πάντως, είναι ίσως από εκείνες τις γενιές μέσα στην ιστορία που τους έχει τύχει να επιφορτιστούν με τις περισσότερες φανταστικές ευθύνες και τις λιγότερες πραγματικές ευθύνες. Αυτή η κατάσταση ωστόσο, από τη στιγμή που θα την κατανοήσει κανείς πλήρως, αφήνει μια εκπληκτική πνευματική ελευθερία.[…]»

Σιμόν Βέιλ, Σκιαγραφία της σύγχρονης κοινωνικής ζωής,
τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο της
Στοχασμοί πάνω στα αίτια της ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης
(1934).


Σημ. του H.S. Η Simone Weil έζησε από το 1909 έως το1943, μια ζωή σύντομη χρονικά αλλά γεμάτη από συμπόνια κι αγώνες για τον πάσχοντα συνάνθρωπο − τον πλησίον − όσο και πλούσια σε στοχασμό. Στο βιβλίο της, απ’ όπου το παραπάνω απόσπασμα, εκφράζει όλη την απόγνωσή της από την πορεία της ανθρωπότητας αλλά συνάμα όλη την άρνησή της να αφεθεί στην απελπισία καθώς και τον προσωπικό της αγώνα να κατανοήσει τον κόσμο. (Γι' αυτό έβαλα μια φωτογραφία της, όπου γελάει.) Ουσιαστικό συμπέρασμά της ήταν, ότι η απάντηση στην κοινωνική καταπίεση βρίσκεται στην παιδεία. Τώρα, που ζούμε σε συνθήκες μαζικού εξανδραποδισμού, οι σκέψεις της αναδεικνύονται πολύτιμες.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Ρατσισμός και Τουρισμός


    Εγώ που περιπλανήθηκα για μια εποχή στα λιμάνια της Κεντρικής Αμερικής μπορούσα να ξεχωρίσω τους Έλληνες ναυτικούς από τόσο μακριά όσο έβλεπε το μάτι, από την κοψιά τους και τα σουσούμια τους. Από τον τρόπο που συναλλάσσονταν με τους ντόπιους και τον τρόπο που οι ντόπιοι τους αντιμετώπιζαν. Κανείς από τους ναυτικούς άλλων χωρών δεν ήξερε τα μυστήρια της ανθρώπινης συναλλαγής όσο αυτοί. Βυθισμένος μέσα στη ζέστη και την υγρασία των τροπικών, σε μέρη όπου αναμειγνύονταν μαύροι, πουτάνες, λιμανίσιοι και ναυτικοί είχα την ευκαιρία να κάνω κάποιες μοναδικές παρατηρήσεις.

    Γνώριζαν που οδηγούσαν τα νυχτερινά λαγούμια, τις απίθανες τρώγλες, το ντόπιο σύστημα εξουσίας και τους κώδικες συμπεριφοράς. Στο Puerto Barrios της Γουατεμάλας γλεντούσαν στο Cafesama, ένα γωνιακό μπαρ με ανοιχτές όλες τις πόρτες για να μπαίνει η νυχτερινή αύρα που αναδευόταν από ανεμιστήρες που κρέμονταν από ψηλές οροφές. Γυναίκες από όλες τις άκρες του Γαλαξία έφταναν ως αυτούς κι ενώ έγερναν μαζί τους ονειρεύονταν άλλες στη Βέρα  Κρουζ και τη Μπραζίλια.
     Περιστοιχίζονταν διαρκώς από λούστρους, παιδάκια των Τροπικών που τους πλησίαζαν για το δίφραγκο και το παιχνίδι, που τους αγόραζαν ρούχα που τα ’παιρναν οι πατεράδες τους κι έψαχναν να βρουν κασσέτες με ντόπια salsa, για να γνωρίσουν τη μουσική ενός λαού για τον οποίο ένιωθαν συμπάθεια. Πλανόδιοι, που μια φτηνή πραμάτεια ήταν η έξοδός  τους στον κόσμο και ο μοναδικός τους πόρος για να θρέψουν μια πολυπληθή φαμίλια, έβρισκαν σ’ αυτούς ένα συνεπή πελάτη. Μικροαπατεώνες, λαθρέμποροι συναλλάγματος και άγγελοι πεπτοκώτες ήταν οι φιγούρες που συμπλήρωναν ένα αδιάκοπο θέατρο που αυτοί ήταν το κέντρο του.
    Πέρα σε μια έρημη γωνιά, Ολλανδοί ναύτες κάθονταν με τον καπετάνιο τους γύρω από ένα δάσος από άδεια μπουκάλια μπύρας μέσα σε μια βλοσυρότητα και υποψία που απωθούσε κάθε ανθρώπινο πλησίασμα.
    Όταν ανέβαινες, καλεσμένος, στα καράβια έμενες έκπληκτος από την πειθαρχία, την καθαριότητα και την τάξη, που είχαν μια αύρα παλαιότητας που πήγαινε πολύ πίσω από το Υδραίικο Ναυτικό και έφτανε ίσως ως την ναυτική κυριαρχία της Ρόδου. Ένα σύστημα κανόνων που μετριαζόταν από μια αίσθηση φιλοξενίας κλασσική και ένα ενδιαφέρον αδιάπτωτο για το τι συμβαίνει στα ενδότερα της ηπείρου.
    Στο  San Tomas de Castillia, σκάλα του Barrios, είχαν τους δικούς τους ταξιτζήδες που μιλούσαν ελληνικά, μιας κι είχαν κάνει τα χρόνια τους στα ελληνικά καράβια. Και στο Puerto Cortes της Ονδούρας πέρναγαν από το Café Vienna κάποιου Σπύρου από την Ικαρία που ήταν παντρεμένος με  Ονδουρένια. Γνώριζαν πώς να ποικίλουν μια σκληρή ζωή στη θάλασσα με τις χαρές της ανθρώπινης επικοινωνίας και το ξεφάντωμα.  Έτσι σιγουρεύτηκα για την ύπαρξη εθνικού χαρακτήρα.
    Και δεν μπορώ συνομιλώντας με έναν Εγγλέζο να ξεχάσω ότι είναι Εγγλέζος. Μου το υπενθυμίζει διαρκώς η αλαζονεία της προφοράς του και η κρυφή ροπή του προς την φαντασία-αυτό δηλαδή που έκανε τη Βρετανία μεγάλη.. Ούτε μιλώντας με ένα Γερμανό μπορώ να αγνοήσω ότι είναι αθεράπευτα Γερμανός. Ούτε μιλώντας με ένα Μαύρο μπορώ να προσποιούμαι πως δεν βλέπω ότι είναι αράπης. Μου το υπενθυμίζουν διαρκώς οι τρόποι του, οι κινήσεις του και το νεύρο του. Και χαίρομαι γι’ αυτό ενώ θα με απογοήτευε βαθιά το να βρεθώ μπροστά σε ένα λευκό νέγρο. Ένα κακομοίρη δηλαδή που μάταια προσπαθεί να ξεβάψει και να χωρέσει σε ένα κουστούμι. Και ενθουσιάζομαι νιώθοντας και δική μου την περηφάνια όταν ο James Brown διαλαλεί προς όλους ότι είναι αράπης. Το ίδιο και με ένα γύφτο, χαίρομαι την ξυπολησιά του και τον καημό του. Χαίρομαι που βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα ζωντανό εχθρό του πολιτισμού μου. Κι αν παρ’ ελπίδα βρεθώ μπροστά σ’ έναν ενταγμένο και καλοβαλμένο εκπρόσωπο αυτού του είδους χαίρομαι όταν λάμψει από ένα πονηρό χαμόγελο το μάτι και αστράψει η γυφτιά! Να μιά ράτσα σκέφτομαι που δεν αφέθηκε να καταστραφεί από το σχολείο!
    Κατά μίαν έννοια λοιπόν, και για να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, είμαι ρατσιστής. Όχι όμως με τον τρόπο που είναι οι Ναζήδες που χρησιμοποίησαν τον ρατσισμό σαν όπλο, για να φτιάξουν δηλαδή μιά φυλετική ιεραρχία βάζοντας τη δικιά τους ράτσα στην κορυφή και τους εαυτούς τους στην κορυφή της ράτσας τους. Γιατί αυτό ήταν μιά άπελπις προσπάθεια να κάνουν μιά  αναπλήρωση για ένα αίσθημα κατωτερότητας που ήταν σχεδόν αναπηρία- την ανικανότητα της ανθρώπινης επαφής. Δηλαδή τον βαθύ τρόμο μπρος στην ισοτιμία! Kαι εν τέλει, τον φόβο για τη ζωή και το μίσος για τον άνθρωπο.
    Ούτε με τον τρόπο που είναι ρατσιστές οι Κινέζοι, γιατί, μη φανεί παράξενο, είναι ρατσιστές και οι Κινέζοι. Και όχι μόνο από τραύμα και σαν άμυνα από τον πόλεμο του οπίου και την εξέγερση των Boxers, αλλά από μιά υπερβολική αιδώ, σχεδόν αίσθημα μειονεξίας, και ταυτόχρονα μιά θέληση για δύναμη.
    Ούτε με τον τρόπο που υπήρξαν ρατσιστές κάποιοι Μαύροι ρατσιστές στη δεκαετία του ’60, που ήταν αντανάκλαση και ανόητη αντεπίθεση στον κυρίαρχο λευκό ρατσισμό που πολεμούσαν.

    Εγώ είμαι άνθρωπος του παζαριού. Ονειρεύομαι το τουρμπάνι να βαδίζει μαζί με το σκουφάκι. Μπορώ να είμαι και με τη μαντήλα, που αποκαλύπτει μόνο ό, τι πρέπει τούτη τη στιγμή να ειπωθεί αφήνοντας τα υπόλοιπα σημαντικά για τη στιγμή που πρέπει. Είμαι άνθρωπος της αρχαίας Πόλης και της Αγοράς και ονειρεύτηκα το τεράστιο σκλαβοπάζαρο της Δήλου όταν σε μιά στιγμή γίνονται όλοι λεύτεροι. Ο, τι μας χωρίζει είναι αυτό που μας ενώνει. Όπως ο άνθρωπος νοσταλγεί το οικείο έτσι νοσταλγεί και το ξένο.
    Ονειρεύομαι ότι όλοι οι λαοί προσέρχονται με τα στίγματα του πολιτισμού τους και της ράτσας τους στο δέρμα τους και ανταλλάσσουν  ό, τι ανθρώπινο έχουν να ανταλλάξουν. Και μισώ τον πολιτισμικό χυλό που θέλει η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση να επιβάλλει με τη συνεργεία της ανθρωπιστικής Αριστεράς. Αυτή την απίστευτη κατάτμηση- απονεύρωση-ουδετεροποίηση-μείξη-συσκευασία- πώληση.
    Ας είναι ο άντρας, άντρας και η γυναίκα, γυναίκα. Κλίνω το γόνυ μπρός στην πουτάνα και τον φονιά. Την πουτάνα και τον έρημο φονιά. Αναγνωρίζω την επαιτεία σαν αρχαίο επάγγελμα και σέβομαι τον κλέφτη που γνωρίζει μέτρο. Ας αφεθεί η απάτη ήσυχη στο ζωτικό της χώρο και η ασχήμια στο δικό της.
    Ζητώ ο μαύρος  να ’ναι μαύρος και ο άσπρος, άσπρος. Και ο κακός ας αφεθεί επιτέλους στην κακία του. Και το κακό να μπορεί να υπάρξει!



                                                                                             Β.Η

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Ο Κόσμος σαν Φάντασμα


1.

Η σύγχρονη μαζική κατανάλωση είναι ένα άθροισμα ατομικών επιδόσεων∙ ο κάθε καταναλωτής είναι ένας εργαζόμενος στο σπίτι, που δουλεύει, αμισθί, στην παραγωγή του μαζικού ανθρώπου.

[…] Είναι πασίγνωστο ότι ο βιομηχανικός συγκεντρωτισμός, που κυριαρχούσε μέχρι την προηγούμενη γενιά, έχει εγκατελειφθεί − κυρίως για στρατηγικούς σκοπούς − κι έδωσε τη θέση του στη διάχυτη ανάπτυξη. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό, είναι πως αυτή αρχή δεν περιορίζεται μόνο στην κατανάλωση αλλά εφαρμόζεται και στην παραγωγή του μαζικού ανθρώπου. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με ένα γνωστό γερμανικό ρητό, «ο άνθρωπος είναι ό,τι τρώει» (με μια μη-υλιστική έννοια του όρου), μπορούμε να πούμε ότι ο μαζικός άνθρωπος παράγεται μέσα από την κατανάλωση μαζικών εμπορευμάτων. Μέσω αυτής, ο καταναλωτής, εργαζόμενος κατ’ οίκον, μετασχηματίζει τον εαυτό του σε μαζικό άνθρωπο. […]

2.

Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο μετασχηματίστηκαν σε ένα αρνητικό σπιτικό τραπέζι και η οικογένεια σε μια μικρογραφία ακροατηρίου.

Περιττεύει να πούμε, ότι αυτή η μαζική κατανάλωση δεν αποκαλείται συνήθως με το αληθινό όνομά της. Απεναντίας,ισχυρίζονται ότι συνεισφέρει στην αναγέννηση της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής. Καταλαβαίνουμε τους λόγους αυτής της υποκρισίας. Στην πραγματικότητα, η μαζική κατανάλωση που εξετάζουμε εδώ, απειλεί να διαλύσει την οικογένεια με πρόσχημα το ότι μεριμνά για την ιδιωτικότητα της οικογενειακής ζωής. Διότι,μέσω της τηλεόρασης, αυτό που κυριαρχεί στην οικογενειακή ζωή δεν είναι η ιδιωτικότητά της αλλά ο έξω κόσμος, πραγματικός ή μυθικός∙ και κυριαρχεί τόσο πολύ (όχι μόνο πάνω στους τέσσερεις τοίχους και στα έπιπλα αλλά ακριβώς στην ίδια την επικοινωνία μέσα στην οικογένεια), που η πραγματικότητα του σπιτικού καταντάει ατελέσφορη και άσαρκη σαν ένα φάντασμα. Όταν το απόμακρο γίνεται οικείο, τότε το οικείο γίνεται απομακρο. Όταν το φάντασμα γίνεται πραγματικότητα, η πραγματικότητα γίνεται φάντασμα. […]


3.

Επειδή οι τεχνολογικοί δέκτες μιλούν στη θέση μας, βαθμιαία αφαιρούν από εμάς τη δύναμη της ομιλίας και μας μετασχηματίζουν σε παθητικούς υποτελείς.

Όπως έχουμε κιόλας πει, οι τηλεθεατές μόνο κατά τύχη συζητούν μεταξύ τους, εάν βεβαίως δεν έχουν χάσει ολότελα κάθε διάθεση και ικανότητα να μιλήσουν. Αυτό ισχύει και για τους ακροατές του ραδιοφώνου. […] Οι άνθρωποι δεν σταματούν να «ψυχαγωγούνται» με αυτό τον τρόπο ακόμα κι όταν δουλεύουν. Και αν τύχει και πιάσουν την κουβέντα μεταξύ τους, η φωνή κι οι μουσικές του ραδιοφώνου που εξακολουθούν να παίζουν στο βάθος, παραμένουν οι κύριοι πρωταγωνιστές δίνοντάς τους το ανακουφιστικό και παρήγορο αίσθημα ότι θα συνεχίσουν να παίζουν ακόμα κι όταν οι ίδιοι δεν έχουν τίποτε άλλο να πουν, ακόμα κι αφού θα έχουν πια πεθάνει. […] Οι πρώτες επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι πλέον ολοφάνερες: οι γλώσσες όλων των προηγμένων χωρών γίνονται ολοένα και περισσότερο ακατέργαστες και φτωχότερες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: η ανθρώπινη εμπειρία, και επομένως ο ίδιος ο άνθρωπος, γίνεται ολοένα και πιο ακατέργαστη και φτωχή.


4.

Βλέπουμε τον κόσμο μόνο όταν είμαστε μέσα στα σπίτια μας. Τα γεγονότα έρχονται σ’ εμάς∙ δεν πηγαίνουμε εμείς σε αυτά.

[…] Το γεγονός ότι τα καθημερινά γεγονότα − τα ίδια τα γεγονότα, όχι απλώς οι περιγραφές τους − μάς επισκέπτονται στο σπίτι μας, το γεγονός ότι το βουνό έρχεται στον προφήτη, ότι ο κόσμος έρχεται στον άνθρωπο,αυτό το γεγονός, που συνδέεται με τη μαζική παραγωγή ερημιτών και με το μετασχηματισμό της οικογένειας σε μια μικρογραφία ακροατηρίου και κινηματογραφικού κοινού, είναι η επαναστατική αλλαγή που έφερε η τηλεόραση και το ραδιόφωνο.

Οι αληθινά φιλοσοφικές συνέπειες αυτής της αλλαγής αναδεικνύονται μέσα από τον παρακάτω πρόχειρο κατάλογο των επιπτώσεών της:

1) Όταν ο κόσμος έρχεται σ’ εμάς, αντί να πηγαίνουμε εμείς σε αυτόν, δεν είμαστε πια «μέσα στον κόσμο» αλλά απλώς αδιάφοροι παθητικοί καταναλωτές του.
2) Από τη στιγμή που ο κόσμος μάς επισκέπτεται ως εικόνα,είναι μισός παρών και μισός απών∙ με άλλα λόγια, μοιάζει με φάντασμα∙ κι εμείς το ίδιο.
3) Όταν ο κόσμος μάς μιλάει χωρίς να μπορούμε να του μιλήσουμε εμείς, σταματάμε να μιλάμε κι επομένως παύουμε να είμαστε ελεύθεροι.
4) Όταν ο κόσμος γίνεται μεν αντιληπτός, αλλά τίποτε άλλο από αντιληπτός, δηλαδή όταν παύει να υπόκειται στη δράση μας, τότε εμείς κατατάμε ωτακουστές και ματάκηδες.
5) Όταν κάτι που συμβαίνει σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο βιντεοσκοπείται και προβάλλεται από την τηλεόραση, και όταν κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να προβληθεί οπουδήποτε αλλού ως «είδηση», τότε αυτό το συμβάν γίνεται ένα αεί κινούμενο και κυριολεκτικά πανταχού παρόν, και χάνει το συγκεκριμένο,μοναδικά δικό του χαρακτήρα.
6) Όταν ένα γεγονός αποσυνδέεται από το συγκεκριμένο τόπο όπου λαμβάνει χώρα, και μπορεί να αναπαραχθεί εικονικά εκατομμύρια φορές, τότε αποκτά τα χαρακτηριστικά κάθε προϊόντος που παράγεται σε αλυσσίδα παραγωγής∙ κι εφόσον πληρώνουμε για να το έχουμε στο σπίτι μας, δεν είναι παρά ένα εμπόρευμα.
7) Όταν το συγκεκριμένο συμβάν γίνεται κοινωνικά σημαντικό μόνο στην αναπαραγώμενη μορφή του, δηλαδή ως θέαμα, τότε καταργείται η διαφορά μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, μεταξύ πραγματικότητας και εικόνας της πραγματικότητας.
8) Όταν η αναπαραγώμενη μορφή ενός συγκεκριμένου συμβάντος αποκτά περισσότερη κοινωνική σημασία από το ίδιο το συμβάν, τότε το συγκεκριμένο συμβάν πρέπει να διαμορφώνεται έτσι ώστε να μπορεί να αναπαράγεται∙με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο συμβάν γίνεται απλώς η αρχική μήτρα ή το εκμαγείο για να παράγονται τα «αντίτυπά» του.
9) Όταν η κυρίαρχη εμπειρία του κόσμου αναπτύσσεται με βάση τέτοιας λογής σειριακά προϊόντα, τότε καταργείται η έννοια του «κόσμου» ως αυτό εντός του οποίου ζούμε: χάνεται ο πραγματικός κόσμος και η βιντεοσκόπησή του προάγει έναν ιδεαλιστικό προσανατολισμό.


5.

Επειδή ο κόσμος έρχεται μέσα στα σπίτια μας, δεν εννοούμε να τον εξερευνήσουμε∙ με αποτέλεσμα να μην αποκτούμε εμπειρία. Ο μοντέρνος άνθρωπος βγαίνει στον κόσμο μόνον όταν δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει.

[…] Μέχρι πρόσφατα, εκφράσεις όπως «να βγω στον κόσμο» ή «ν’ αποκτήσω εμπειρία» υποδήλωναν σημαντικότατες ανθρωπολογικές έννοιες. Δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να στηριχτεί κυρίως στα ένστικτά του, είναι υποχρεωμένος να δοκιμάσει και να γνωρίσει τον κόσμο εκ των υστέρων προκειμένου να βρει τη θέση του μέσα σε αυτόν. Μόνον έτσι πετυχαίνει το στόχο του και γίνεται«έμπειρος». Γι’ αυτό και η ζωή υφαινόταν με ταξίδια και εξερευνήσεις. […]Σήμερα που ο κόσμος έρχεται στον άνθρωπο − ως εικόνα −, ο άνθρωπος δεν καταπιάνεται να τον εξερευνήσει. […] Ενώ παλιότερα αποθηκεύαμε εμπειρίες εξερευνώντας τον κόσμο, σήμερα ο κόσμος είναι «αποθηκευμένος» για λογαριασμό μας σαν ένα εμπόρευμα προς μελλοντική χρήση. […]

Αυτός ο τρόπος ύπαρξης μπορεί να θεωρηθεί «ιδεαλιστικός» κατά δυο έννοιες:

1) Παρ’ όλο που ζούμε σ’ έναν αλλοτριωμένο κόσμο, αυτός ο κόσμος μάς παρουσιάζεται λες κι είναι καμωμένος για εμάς, λες κι είναι ο δικός μας κόσμος και σαν να έχει φτιαχτεί κατ’ εικόνα μας.
2) Παίρνουμε (δηλαδή θεωρούμε και δεχόμαστε) αυτό τον κόσμο όπως μας παρουσιάζεται, ενώ δεν έχουμε κουνήσει βήμα από τον καναπέ μας.Δεν φτιάχνουμε εμείς αυτό τον κόσμο, ούτε και τον κάνουμε δικό μας κόσμο.Παρολαυτά, ο μέσος ακροατής ραδιοφώνου ή τηλεθεατής θεωρεί δικό του αυτό τον κόσμο, που του σερβίρεται με τη μορφή αναπαραχθέντων ήχων και εικόνων. Έτσι καταντάει ένας «ματάκιας», που βασιλεύει πάνω σ’ ένα κόσμο-φάντασμα.

6.

Ο κόσμος που φέρνουν μέσα στα σπίτια μας το ραδιόφωνο και η τηλεόραση,είναι ένας ευτελής και εκχυδαϊσμένος κόσμος∙ η ψευδής οικειότητα είναι μια όψη της αλλοτρίωσης.

[…] Ενώ δεν ξέρουμε ούτε το όνομα των γειτόνων μας, μιλάμε με φοβερή αίσθηση οικειότητας για τους τηλεοπτικούς και κινηματογραφικούς αστέρες, που την εικόνα τους και διάφορα περί αυτών έχουμε δει άπειρες φορές στις οθόνες μέσα στο σπίτι μας. […] Για να συμβεί αυτό, για να φτάσει ο τηλεθεατής να αισθάνεται τον κόσμο σαν κάτι το τελείως οικείο, η τηλεοπτική εικόνα πρέπει να τον παρουσιάζει σαν να ήτανε φιλαράκι.Πραγματικά, όλες οι εκπομπές μεταφέρουν αυτό το κλίμα της «παλιοπαρέας». […]

Αυτό δεν ισχύει μόνο για πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονται σε εντελώς απομακρυσμένους τόπους το ένα από το άλλο∙ ισχύει και για πρόσωπα και πράγματα που τα χωρίζει ο χρόνος. Το ίδιο το παρελθόν ευτελίζεται καθώς παρουσιάζεται με τους όρους αυτής της ψευδούς οικειότητας. Έτσι, έχουμε φτάσει στο σημείο όπου ακόμα και σοβαρά ακαδημαϊκά βιβλία, που ξεχειλίζουν από γλαφυρότητα, ν’ αποκαλούν π.χ. τον Σωκράτη «ωραίο τυπάκι» − για να φέρουν,υποτίθεται, μια ιστορική προσωπικότητα «κοντά» στον αναγνώστη, πο φυσικά είναι κι αυτός «ωραίο τυπάκι». Μ’ αυτό τον τρόπο όμως, αποχαυνώνουν τον αναγνώστη κάνοντάς τον να θεωρεί πως ο Σωκράτης, αν εξαιρέσουμε τ’ ότι έζησε στο παρελθόν, δεν ήταν παρά «ένας από μας», ένας άνθρωπος που δεν είχε ουσιαστικά να πει διαφορετικό απ’ όσα λέμε κι εμείς στην παλιοπαρέα και που σίγουρα δεν ήταν δα και καλύτερός μας. Στο ίδιο μοτίβο, βέβαια, του παρεΐστικου τηλεοπτικού κλίματος, άλλοι συγκαιρινοί μας συνηθίζουν να διακωμωδούν κάθε ιστορική προσωπικότητα […] και άλλοι να θεωρούν τα ιστορικά πρόσωπα βασικά σαν «λίγο πολύ τρελούτσικους», ή τελοσπάντων ιδιόρρυθμους ανθρώπους.

[…] Η σπουδαία πολιτική αρχή της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία «όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι», προεκτείνεται τώρα προς μια πεποίθηση που θεωρεί ότι οι πάντες, στο παρόν και στο παρελθόν, είναι ίσοι. Δεν χρειάζεται να πούμε, ότι αυτή η προέκταση της αρχής της ισότητας εισηγείται μια ισοπεδωτική και ψευδή ιστορική συνάφεια, και κυρίως μια λαθεμένη αντίληψη του κοινού παρονομαστή όλων των ανθρώπων − αφού σε τελική ανάλυση, το ουσιώδες στον Σωκράτη βρίσκεται σ’εκείνο ακριβώς που ο «δικός μας τύπος» δεν διαθέτει. Η μέθοδος που υποτίθεται ότι φέρνει το αντικείμενο πιο κοντά σ’ εμάς, στην πραγματικότητα συσκοτίζει το αντικείμενο αυτό, το αλλοτριώνει ή απλά το απαξιώνει. Διότι από τη στιγμή που η ιστορία προβάλλεται στην οθόνη της παρεΐστικης οικειότητας, παύει να υφίσταται ως ιστορία− και νομίζω πως αυτό είναι πολύ πιο εύληπτο από τη γενικότερη θέση μου, σύμφωνα με την οποία, όταν προβάλλονται δίπλα μας ως ίσης αξίας, σημασίας και ενδιαφέροντος οι πολυποίκιλες και σε διάφορες χωροχρονικές αποστάσεις μεταξύ τους περιοχές του κόσμου, τότε ο κόσμος χάνεται ως κόσμος.

Γκύντερ Άντερς, The World as Phantom and as Matrix,
περιοδικό DISSENT (σε μετάφραση του Norbert Guterman),τόμος 3, 1956

Σημ. του H.S. Για τον εκλεκτό Γκύντερ Άντερς τα έχουμε πει και αλλού (βλ. εδώ)∙ και μάλλον θα τα ξαναπούμε. Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε όταν ο Γκυ Ντεμπόρ έσβηνε 25 κεράκια στην τούρτα των γενεθλίων του, άφηνε πίσω του τον Λετρισμό κι ετοιμαζόταν σιγά-σιγά, παρέα με τον Άσγκερ Γιόρν, τον Πίνοτ-Γκαλίτσιο και άλλους αξιότιμους κυρίους, να στήσει την Καταστασιακή Διεθνή, μέσα από την οποία αναδείχτηκε ως ο θεωρητικός πολέμιος της «κοινωνίας του θεάματος». Φυσικά, ο Andy και η Lana Wachowski δεν είχαν συλληφθεί ούτε καν ως ιδέα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...