Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Τα "ελγίνεια μάρμαρα"


Η προσωπική αίθουσα Έλγιν, στο Παρκ Λέιν του Λονδίνου, όπου ήταν εκτεθειμένα τα «ελγίνεια μάρμαρα» του Παρθενώνα, πριν μεταφερθούν στο Βρετανικό Μουσείο (ελαιογραφία του 1819).




           Με τον όρο «ελγίνεια μάρμαρα» εννοούμε τα γλυπτά από την Ελλάδα -ιδιαίτερα από την Ακρόπολη– που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Το όνομά τους προέρχεται από τον Βρετανό λόρδο Έλγιν (ή ακριβέστερα τον Τόμας Μπρους, έβδομο κόμη του Έλγκιν), ο οποίος τα αφαίρεσε από τον Παρθενώνα και άλλα οικοδομήματα, καταστρέφοντας αρκετά μνημεία, και τα μετέφερε στην πατρίδα του.
           Ο λόρδος ήταν από το 1799 πρεσβευτής της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη. Συντονισμένος με το πνεύμα της εποχής του, που  επέβαλλε το θαυμασμό των ελληνικών αρχαιοτήτων, ο Έλγιν ζήτησε από τις τουρκικές αρχές την άδεια να αποτυπώσει σχεδιαστικά τα γλυπτά, να συντάξει τοπογραφικά σχέδια και να λάβει εκμαγεία, με τη βοήθεια μιας ομάδας από ζωγράφους, αρχιτέκτονες και γλύπτες –κάτι που έγινε, στους πρώτους μήνες του 1800.
           Μετά την αγγλική νίκη στο Αμπουκίρ (1801), ο Έλγιν κατόρθωσε να αποσπάσει φιρμάνι του καϊκακάμη Σεγούτ Αβδουλάχ που του επέτρεπε να αφαιρέσει αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά από την Ακρόπολη. Η διαρπαγή των αρχαιοτήτων του Ιερού Βράχου διήρκεσε έως και το 1817 (κυρίως όμως, έως το 1810), έως το θάνατο, δηλαδή, του Ιταλού ζωγράφου Τζ. Μπ. Λουζιέρι, ο οποίος επόπτευε για λογαριασμό του Έλγιν τη λεηλασία. Το 1816 τα μάρμαρα αγοράστηκαν έναντι 35.000 στερλινών από το Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο δημιουργήθηκε ειδική αίθουσα για να εκτεθούν.
           Ο Έλγιν περιεβλήθη με το ένδυμα του ανιδιοτελούς συλλέκτη και του σωτήρα των θησαυρών της αρχαιοελληνικής τέχνης, ωστόσο η πραγματική του πρόθεση ήταν να διακοσμήσει με αυτούς το νεοανεγειρόμενο εξοχικό του στη Σκωτία. Η οικονομική καταστροφή του, όμως, τον ανάγκασε να τους πουλήσει στο βρετανικό δημόσιο, προς το οποίο είχε σημαντικές οφειλές.
Τα μάρμαρα μεταφέρθηκαν στη Βρετανία σε διαδοχικές φάσεις με εμπορικά και πολεμικά πλοία. Μάλιστα, το πλοίο που μετέφερε το πρώτο φορτίο ναυάγησε κοντά στα Κύθηρα και τα 12 κιβώτια που βρίσκονταν σε αυτό έμειναν στη θάλασσα για δύο χρόνια. Συνολικά, ο Έλγιν απέσπασε 253 γλυπτά έργα και αρχιτεκτονικά μέλη, πολλά αγγεία, ηλιακά ρολόγια, κτερίσματα τάφων και μικροτεχνήματα. 96 ακρωτηριασμένα ή ακέραια γλυπτά αφαιρέθηκαν από τον Παρθενώνα, 4 από ναό της Απτέρου Νίκης, 18 από το Ερεχθείο και 4 από το θέατρο του Διονύσου. Η απόσπαση των γλυπτών έγινε με βίαιο τρόπο, με συνέπεια την καταστροφή πολλών από αυτά. Φθορές υπέστησαν και κατά την περίοδο που παρέμειναν αποθηκευμένα στο υπόστεγο της κατοικίας του Έλγιν και στην καρβουναποθήκη του μεγάρου του δούκα του Ντέβονσερ.

           Η διαρπαγή των ελληνικών αρχαιοτήτων από τον Έλγιν επικρίθηκε από σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Σατωβριάνδος, ο Μπάιρον, ο ποιητής Οράτιος Σμιθ, οι περιηγητές  Κλαρκ, Ντόντγουελ και Ντάγκλας, κ.ά. Μάλιστα, ήδη από το 1890 υπήρχαν δημοσιεύματα που έθεταν το ζήτημα της επιστροφής των «ελγίνειων μαρμάρων» στην Ελλάδα, ενώ το 1928, ο Βρετανός βουλευτής Φίλιπ Σασούν έγραφε ότι «τα έξοχα ερείπια του Παρθενώνα και η φωτεινή ατμόσφαιρα της Αθήνας αποτελούν την καταλληλότερη θέση για τα πιο αρμονικά γλυπτά του κόσμου».


«Μερικοί εργάτες που δούλευαν υπό τη διεύθυνση του Λουζιέρι για λογαριασμό του Άγγλου πρεσβευτή, κατέβαζαν από τον Παρθενώνα τις μετόπες με τα εντελώς άθικτα γλυπτά, χρησιμοποιώντας σχοινιά και μακαράδες. Ο Λουζιέρι μας είπε πως αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες σε αυτή την προσπάθεια εξ αιτίας των αντιδράσεων των Τούρκων που διατηρούσαν δεσμούς θρησκευτικής λατρείας με το μεταμορφωμένο σε οθωμανικό τέμενος ναό της Αθηνάς. Του εξομολογηθήκαμε ότι σε αυτή την περίπτωση τρέφαμε τα ίδια αισθήματα με τους Μουσουλμάνους και ότι θα νοιώθαμε μεγάλη χαρά αν ερχόταν μια διαταγή που θα επέβαλλε την προστασία και όχι την καταστροφή του ένδοξου αυτού αρχιτεκτονήματος. Κι ενώ παρατηρούσαμε τα διάφορα μέρη του ναού, έρχεται ένας εργάτης και λέει στον Ντον Μπατίστα Λουζιέρι ότι θα κατέβαζαν μια από τις μετόπες. Είδαμε αυτό το εξαίσιο γλυπτό να ανασηκώνεται από τη θέση του ανάμεσα στα τρίγλυφα. Αλλά, ενώ προσπαθούσαν οι εργάτες να του δώσουν την κατάλληλη προεξέχουσα θέση για να αρχίσει η κάθοδος, ένα κομμάτι από την παρακείμενη τοιχοδομή χαλάρωσε εξ αιτίας των μηχανημάτων. Και τότε γκρεμίστηκαν τα ογκώδη πεντελήσια μάρμαρα με φοβερό βρόντο και τα θρυμματισμένα κομμάτια τους διασκορπίστηκαν ανάμεσα στα ερείπια. Ο δισδάρης, βλέποντας την καταστροφή, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη συγκίνησή του. Παραμέρισε το τσιμπούκι του και δακρύζοντας φώναξε:
– Τέλος !
Και δήλωσε με αποφασιστικότητα πως δεν θα επέτρεπε με κανέναν τρόπο να συνεχιστεί η κατεδάφιση του ναού».
Έντουαρντ Ντάνιελ Κλαρκ, 1801  






   Για την επιλογή     Β.Η.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ανοιχτή επιστολή στον Μπέρτολντ Μπρεχτ

«You gentlemen who think you have a mission
To purge us of the seven deadly sins
Should first sort out the basic food position
Then start your preaching,
that’s where it begins

You lot who preach restraint and watch your waist as well
Should learn, for once, the way the world is run However much you twist or whatever lies that you tell
Food is the first thing, morals follow on»

Μπέρτολτ Μπρεχτ



 Μπέρτολντ,



με όλη την εκτίμηση που σου έχω, επειδή ακριβώς στη ζωή σου έδειξες ήθος παίρνοντας το μέρος των αδικημένων, των αδύναμων και των καταπιεζόμενων, οφείλω να σου τραβήξω το αφτί και τις φαβορίτες μαζί.


Γιατί τα παραπάνω λόγια σου δεν αποδείχνουν, δυστυχώς, παρά πως το κυρίαρχο αστικό πνεύμα έχει ποτίσει − με το αναγκοκρατικό κήρυγμά του − ακόμα και ανήσυχα, ή τελοσπάντων όχι τόσο καθωσπρέπει, μυαλά όπως το δικό σου. Γιατί αυτό το πνεύμα είναι εκείνο που προχωράει με σημαία του τις «ανάγκες» και διακηρύσσει «ταΐστε πρώτα τονκόσμο κι έπειτα έρχεται το ήθος».


Μπέρτολντ,


το αναγκοκρατικό κήρυγμα − και όλα τα παρόμοια κηρύγματα του «πρακτικού λόγου» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο − αναποδογυρίζει την πραγματικότητα.


Η πραγματικότητα είναι η εξής: Όλοι οι έμβιοι οργανισμοί τρώνε για να ζήσουν. Ο άνθρωπος, όμως, για να φάει πρέπει να συμπορευτεί με άλλους ανθρώπους. Βέβαια και άλλοι έμβιοι οργανισμοί πρέπει, περισσότερο ή λιγότερο να το κάνουν αυτό. Πολλά ζώα ζουν σε αγέλες και συμπορεύονται μέσα από διάφορα, θαυμαστά, συστήματα κωδίκων. Όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να συμπορευτεί με άλλους ανθρώπους στη βάση απλώς ενός συστήματος κωδίκων, όπως αυτά. Ο άνθρωπος συμπορεύεται με άλλους ανθρώπους μέσα από κόσμους σημασιών, οι οποίοι δεν είναι απλά συστήματα κωδίκων, και τους οποίους οφείλει να επινοεί.


Επομένως, για να φάει ο άνθρωπος πρέπει να συν-επινοεί κόσμους σημασιών.

Δεδομένου, τώρα, ότι σημασία είναι κάτι που προσδιορίζει το σημαντικό, άρα και το λιγότερο σημαντικό έως το τελείως ασήμαντο, εύκολα συμπεραίνεται πως σημασία είναι διάπλαση νοήματος. Δηλαδή προσανατολισμού, φοράς, κατεύθυνσης. Αλλά στον κόσμο των σημασιών, η διάπλαση νοήματος, ήτοι φοράς, κατεύθυνσης, δεν έχει την τεχνική χροιά  «μπρος-πίσω», «πάνω-κάτω», «αριστερά-δεξιά».  Διάπλαση νοήματος στον κόσμο των σημασιών είναι, αξεδιάλυτα, διάπλαση ήθους: «γνήσιο-κάλπικο», «ουσιώδες-ευτελές», «καλό-κακό».


Επομένως: Για να φάει ο άνθρωπος, πρέπει να συμπορευτεί με άλλους ανθρώπους, δηλαδή να συν-επινοεί κόσμους σημασιών, δηλαδή να συν-τάσσει κόσμους νοημάτων, ήτοι να διαπλάθει ήθος. Όταν δεν το κατορθώνει αυτό, τότε κινδυνεύει άμεσα να πεθάνει από την πείνα.


Το βλέπουμε πια ξεκάθαρα: Ο κόσμος δεν πεινάει, ούτε κινδυνεύει άμεσα να πεθάνει από την πείνα σήμερα επειδή δεν υπάρχει φαΐ.  Πεινάει και κινδυνεύει να πεθάνει από την πείνα επειδή ο κυρίαρχος τρόπος συμπόρευσης, ο κυρίαρχος κόσμος σημασιών, τα κυρίαρχα σχήματα νοημάτων, η κυρίαρχη διάπλαση ήθους … διέρχονται κρίση∙ και επειδή ο κόσμος δεν έχει βρει ακόμα άλλες σημασίες/νοήματα/ήθη συμπόρευσης.


Γι’ αυτό − και μόνο με αυτή την έννοια − χτυπιόμαστε, όσοι χτυπιόμαστε, να λέμε πως η κρίση δεν είναι οικονομική, αλλά, πριν και πάνω από όλα, πολιτισμική, πνευματική νοήματος και ήθους.
 

Μπέρτολντ,


καταλαβαίνεις τώρα γιατί πονάει το αφτί και οι φαβορίτες σου. Πρόσεξε, τέλος κι επιτέλους, την κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δυο κηρυγμάτων, εκείνου δηλαδή που ειρωνεύεσαι κι εκείνου που, δυστυχώς, υιοθετείς.


Ένα κήρυγμα ήθους μπορεί να λέει σαχλαμάρες, να προτείνει παράλογα αυταρχικές σημασίες, κ.λπ. Όμως δεν αναποδογυρίζει την πραγματικότητα, δεν υποκαθιστά τις σημασίες από κάτι έξω από αυτές.


Απεναντίας, το αναγκοκρατικό κήρυγμα (και τα ανάλογα του «πρακτικού λόγου» κηρύγματα) αναποδογυρίζει την πραγματικότητα, ανάγει τις σημασίες σε κάτι έξω από αυτές (μάσα-μάσα) και, έτσι, εργάζεται για την υποκατάσταση των σημασιών από κάτι έξω από αυτές (μάσα-μάσα)∙ Εργάζεται δηλαδή για την υποκατάσταση του ανθρώπου από το ζώο.


Τούτη η αντίληψη/υποκατάσταση είναι βέβαια η αντίληψη που είχαν ιστορικά και εξακολουθούν να έχουν οι αφέντες για τους σκλάβους. Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητέ μου, τα αναγκοκρατικά κηρύγματα είναι τα δικά τους των αφεντικών κηρύγματα και τη δική τους τάξη πραγμάτων υπηρετούν.


Αυτά και σε αφήνω να τα κουβεντιάσετε με τον Καρλ. Και κοίτα, πες του: Ο ωφελιμισμός είναι μηδενισμός.


Με εκτίμηση,
HollowSky



Υ.Γ. Φαντάζομαι ότι εκεί που είσαι, θα έχεις καταφέρει πλέον να επινοήσεις το ειδικό σκάκι που έλεγες, όπου οι κανόνες θα αλλάζουν ακολουθώντας τις «αλλαγές των συνθηκών», και θα το απολαμβάνετε μαζί με τον Κορς! Τι κρίμα να μην ξέρω σκάκι...


Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Η τέχνη του σιδήρου





                                                                                                Η σιωπή   πίσω απ' την βουή


Είχαμε στήσει τα εργαστήριά μας στην άκρη της πόλης, ψηλά στους λόφους, πάνω από τη δημοσιά.  Και παλεύαμε την κάθε μηχανή που μας έπεφτε στα χέρια σαν να ’ταν η πρώτη ή  τελευταία που θα επισκευάζαμε ποτέ. Δεν ήταν σπουδαία η αμοιβή, πιο πολύ ήταν το μεράκι, αυτή η περιέργεια του παιχνιδιού, και την περνάγαμε εκεί στους λόφους με ψωμί, κρεμμύδι και ελιά, βλογούσαμε το ψωμί πριν να το φάμε όπως κάναν οι παλιοί, καμιά φορά τύχαινε κανά  καλό κρασί και πάντοτε καλή παρέα.
Βλέπαμε από κει, τι έμπαινε στην πόλη και τι έβγαινε. Τα φορτώματα των ζώων - αμέτρητες σειρές τα φορτωμένα ζώα!  Μέρα - νύχτα μυρμήγκιαζε η δημοσιά και κει πλέναμε και συντηρούσαμε τις μηχανές που μας φέρνανε. Έφτιαχνε ο καθένας μας τα εργαλεία του ώστε να ταιριάζουν στο δικό του χέρι και στον δικό του τρόπο ακριβώς όπως έκαναν οι παλιοί μαστόροι, που μας είχαν μπάσει στο επάγγελμα του σιδερά-μηχανικού, και συχνά τους θυμόμασταν και μνημονεύαμε τα λόγια τους. Δεν σταματούσαμε ποτέ να μαθαίνουμε  τη δουλειά μέσα απ’ την ίδια τη δουλειά, όπως έλεγαν και ’κείνοι. 
Παρακολουθούσαμε την ατέλειωτη γιορτή της έπαρσης των επηρμένων, την αλαζονεία των δυνατών, την δουλοπρέπεια και τον μιμητισμό των αδυνάτων, τον καιροσκοπισμό του πλήθους. Και δεν μας διέφευγαν τα χαμόγελα των επιτηδείων και το γρήγορο κοφτό βλέμμα της απληστίας.
Εξετάζαμε το καθετί με μάτι κριτικό και στοχαστικό αυτί και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η κατάρρευση  ερχόταν.
Το λέγαμε πολλά χρόνια τώρα, μπορεί και 15 μπορεί και παραπάνω, ότι δεν πάει άλλο τούτο το κακό, θα σκάσει όπου να ’ναι σαν κακό σπυρί, σαν κακοφορμισμένο ψέμμα, και συνέχιζε αυτό, ανεμπόδιστα, με αυθάδεια και σιγουριά πολλή και με μιά αυτοπεποίθηση που προξενούσε έκπληξη άνοιγε συνέχεια δρόμο. Και αναρωτιόμασταν φορές, φορές: Μα γιατί αργεί? Τόσο λάθος κάναμε? Δεν μπορεί τόσο να λαθέψαμε!
Και ήρθε ο Νυμφίος το ’08, φρέσκος – φρέσκος, ολοκάθαρος στα λευκά ενδεδυμένος και χτύπησε την πόρτα. Και βγήκαμε και μεις να τον υποδεχτούμε φορώντας τα καλά μας, ικανοποιημένοι πού ’χαμε τουλάχιστον διαβάσει καλά τα σημάδια, πού ’χαμε διαβάσει σωστά την Ιστορία.  Εμείς οι μηχανικοί της είχαμε σπουδάσει καλά το μηχανισμό της. Δεν είχαμε αφιερώσει μάταια το χρόνο μας στα νυχτερινά σχολεία πού ’χαμε  στήσει μέσα μας, ο καθένας για τον εαυτό του.
Ήμασταν και λίγο ανήσυχοι, για να πούμε την αλήθεια πολύ ανήσυχοι, γιατί, το βλέπαμε πως, γύρναγε και χτύπαγε τις πόρτες και δεν ζητούσε μόνο χρήματα για τα χρωστούμενα αλλά και άλλα  πράγματα, ακατανόητα. Γύρευε να πληρωθεί σε χρόνο, το πιο σκληρό νόμισμα απ’ όλα.  Σε χρόνο γύρευε να πληρωθεί, σε χρόνο και σε αίμα.
Και τον κοιτάζανε με απορία και τους βλέπαμε να κουνάνε ανήμποροι τα χέρια κι όπως το περιμέναμε - δυστυχώς το περιμέναμε κι αυτό να γίνει έτσι ακριβώς - γρήγορα ξέσπαγαν σε παρακάλια. Και μετά τους έπιανε μια μεγαλόστομη οργή… και μετά ξανά παράπονα και παρακάλια. Εμείς όμως καταλαβαίναμε τι ζητούσε και τι ήθελε να πει σαν να μιλάγαμε μια ξένη γλώσσα. Και τους κάναμε νοήματα πίσω από την πλάτη του και τους δείχναμε με τα χέρια και ανοιγοκλείνοντας το στόμα αλλά αυτοί δεν κοιτούσαν πουθενά, άδειο ήτανε το βλέμμα και δεν ησύχαζε στιγμή, και του δείχναν πια τα παιδιά τους που τα βάζανε μπροστά, κάτι άσχημα παιδιά - αλήθεια έκανε εντύπωση μεγάλη πόσο μοιάζαν των γονιών τους.
Αλλά αυτός δεν στεκόταν πολύ, τράβαγε από πόρτα σε πόρτα και  παντού συνέβαιναν τα ίδια. Πήγε πια και έστησε το κρεβάτι του πίσω από την αγορά και έκτοτε είναι εκεί και περιμένει.
Αυτό μόνο που κάπως μας ησυχάζει είναι ότι τις νύχτες πάνε και τον βρίσκουν 16χρονα παιδιά κι άνθρωποι που δεν ακούστηκαν ποτέ και κάθονται όλοι γύρω, μέσα στη σιωπηλή και μισοσκότεινη Αγορά.

                                                                                                                          Β. Η.


      ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
                                                                     
Εμείς που για χρόνια σκύβαμε με προσμονή
ν’ ακούσουμε την επερχόμενη βουή πίσω απ’ τη σιωπή
τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται στην αιχμή της παγκόσμιας κρίσης
και αναγκασμένη να επιλέξει ριζικές λύσεις
μπαίνει σε προεπαναστατική περίοδο, συναισθανόμενοι το βάθος της υπόθεσης
και τη δυσκολία του έργου με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο λαός της
στήνουμε τ’ αυτί ν’ ακούσουμε τη σιωπή πίσω απ’ τη βουή.

                                                                             Β. Η.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Ο σκοτεινός ορίζοντας

«Η εργασία υπήρξε η αυτοπραγμάτωση του Ευρωπαίου, ο τρόπος δια του οποίου αντιλήφθηκε και θεμελίωσε το νόημα της ζωής του. Βεβαίως σήμερα, λόγω της εκτεχνίκευσης της εργασίας, η συμπεριφορά αυτή εισέρχεται σε νέα φάση. Ο άνθρωπος παύει να είναι υπεύθυνος για το έργο του, περιορίζεται στην εφαρμογή ξένων εντολών και ταυτόχρονα χάνει την αντίσταση της ύλης, με αποτέλεσμα η εργασία να μην του δίνει την ευκαιρία να ενσαρκώσει το πρόσωπό του. Παρολαυτά είναι γεγονός, ότι αυτή η νέα φάση της σχέσης του ανθρώπου προς τον κόσμο − κατά την οποία, στη Δύση, για πρώτη φορά διαχωρίζεται η ζωή από την εργασία −, είναι επακόλουθο της προηγηθείσας συμφύσεώς τους. […]

Ενώ στην ορθόδοξη Ανατολή η εργασία έμεινε τελικά εκτός της θρησκείας, στη Δύση η σύμφυση ζωής και εργασίας απέκτησε θρησκευτικό χαρακτήρα − πράγμα που, με την πάροδο του χρόνου, σήμαινε μια πνευματική εγκατάσταση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, μια σχέση προς την πραγματικότητα, όπου θέση για το Θεό υπήρχε μόνο στο περιθώριό της. […]


Τούτο σήμαινε, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία η έννοια της εργασίας ως πράξης κατ’ επιταγή αναλάμβανε να στηρίξει πνευματικά τη ζωή.[…] Για πρώτη φορά ο άνθρωπος δικαιώνεται δια της πράξης, δηλαδή εφόσον εργαζόμενος συντελεί στην πραγματοποίηση αποφάσεων για τις οποίες δεν φέρει την ευθύνη.[…]


Το επάγγελμα κερδίζει θρησκευτική περιωπή, γίνεται η κεντρική έκφραση της πίστης, αποκτά γι’ αυτό το λόγο ιερό χαρακτήρα και συγχρόνως παύει να διακρίνει τους ανθρώπους ανάλογα με την εκλογή του. […] Το επάγγελμα δεν ήταν απλώς η δυνατότητα της διατροφής, αλλά παρουσιαζόταν αυτόματα σαν ο βασικός τρόπος απόδειξης του γεγονότος, ότι ο άνθρωπος δεν ανήκει σ’ εκείνους που μισεί ο Θεός. Η ευδοκίμηση στον οικονομικό βίο θεωρήθηκε λοιπόν σαν απόδειξη θείας ευαρέσκειας. […] Η αγωνία ότι δεν ανήκουν στους ευλογημένους, μια υποψία που θα μπορούσε να εξαφανιστεί εάν κατόρθωναν να βελτιώσουν ακόμα περισσότερο την κοινωνική τους θέση, υποχρέωσε για πρώτη φορά ανθρώπους να γίνουν εθελοντές καταναγκαστικής εργασίας.[…]


Στην Αγγλία ο Πουριτανισμός τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του σχηματισμού κεφαλαίου: “Σου επιτρέπεται να εργαστείς για να γίνεις πλούσιος προς χάρη του Θεού και όχι να πλουτίσεις για τη ζωή της σαρκικής ηδονής και αμαρτίας”. […] Οι “αυτοδημιούργητοι” πίστεψαν, ότι είχαν σαν σκοπό με το παράδειγμα και την τάξη τους, την οποία επέβαλαν σε όσους εξαρτιόνταν από αυτούς με συμβάσεις εργασίας, να οδηγήσουν την κοινωνία στην οδό της ηθικής∙ μια πουριτανική αξίωση, η οποία μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνα έπειθε ακόμα και τον Χένρι Φορντ, ότι η βιομηχανική δράση του αποτελεί υπηρεσία στην ανθρωπότητα.[…]

Για την εφαρμογή των αρχών της πουριτανικής ηθικής χρειάζονταν πριν απ’ όλα οι εργοστασιακοί εργάτες. […] Το ψηλό κόστος ζωής και η παράλληλη πτώση της αμοιβής της εργασίας θεωρήθηκαν λοιπόν σαν αποτελεσματικά μέσα, για να εργαστεί ο άνθρωπος περισσότερο και να διακόψει την παλιά, από τον αγροτικό βίο καταγόμενη συνήθεια να αναπαύεται να γιορτάζει. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε ο εργάτης να παίρνει τόσο μισθό όσον απαιτούσε η διατροφή του. Έτσι ο μισθός κατέβηκε στο ⅓ της αξίας του περί τα τέλη του Μεσαίωνα. Κι ενώ ο Μεσαίωνας εγνώριζε 180 μέρες θρησκευτικής αργίας το χρόνο, η νέα κατάσταση πραγμάτων επιτρέπει σχεδόν μόνο την Κυριακή και επιβάλλει για τις υπόλοιπες μέρες 13 έως 14 εργάσιμες ώρες.


Η θρησκευτική συνείδηση, όχι μόνο δεν εκδήλωσε ζηλοτυπία που οι άνθρωποι αφιέρωναν όλες τις δυνάμεις τους στην εργασία, αλλά απεναντίας ενθάρρυνε τους εμπνευστές του βιομηχανικού έργου ακόμα και στην επέμβασή τους εναντίον της οικογένειας. Διαδόθηκε λοιπόν μεταξύ των Πουριτανών και στις εργατικές τάξεις, όχι μόνον ότι οι υψηλοί μισθοί διαφθείρουν το εργατικό ήθος, αλλά και ότι η απασχόληση ανηλίκων στα εργοστάσια έχει, εκτός του ότι είναι κοινωνικώς χρήσιμη, και παιδαγωγική σημασία. Συνέβη έτσι διευθύνσεις ορφανοτροφείων να ενοικιάζουν ανηλίκους σε ιδιοκτήτες, ιδίως της αραιοκατοικημένης βόρειας Αγγλίας, και να στέλνουν συνεχώς τέτοια φορτώματα με το σιδηρόδρομο. Συνέβη ακόμα και γονείς, κάτω από τη γενική επιδοκιμασία, να εκμισθώνουν τα παιδιά τους για να εργάζονται σε ανθρακωρυχεία ή κλωστήρια 10 και 14 ώρες την ημέρα, παρόλο που δεν ήταν πάνω από επτά ετών! […]


Από τότε που η εργασία δικαιώθηκε δια της θρησκείας, για ν’ αποτελέσει στη συνέχεια το περιεχόμενο της θρησκείας, ο άνθρωπος αναζητεί τη λύτρωσή του μέσα στον κόσμο. […] Από τους Νέους Χρόνους και εντεύθεν παρατηρείται λοιπόν σαφής και συνεχώς εδραιούμενη συνάφεια μεταξύ γνώσης και κέρδους, επιστήμης και οικονομίας. […]


Το ευρωπαϊκό πνεύμα δημιουργήθηκε αφότου η εργασία θεωρήθηκε ως ο χώρος, μέσα στον οποίον ο άνθρωπος δικαιολόγησε την ύπαρξή του, πετυχαίνοντας με αυτήν ό,τι δεν επέβαλε η παράδοση αλλά η δική του, εσωτερική απαίτηση εναντίον της παράδοσης. Για να θεμελιώσει και να διατηρήσει αυτή την αξία, η Ευρώπη στράφηκε εναντίον του Θεού. Ο αγώνας αυτός κατέληξε στη λήξη της ετοιμότητας του ανθρώπου να εξαρτάται από τη θεία χάρη και στη δημιουργία της σημερινής Τεχνικής. […]


Η νέα δυνατότητα της μηχανής μετέθεσε το σκοπό της εργασίας στην απόκτηση των προϊόντων της. Παρουσίασε δηλαδή την κατανάλωση σαν σκοπό της ζωής. Ενώ άλλοτε η εργασία δικαιωνόταν δια της αναφοράς της στο Θεό, τώρα δικαιολογείται ως προϋπόθεση της συμμετοχής στη λυτρωτική δυνατότητα της μηχανής. Η χρήση βιομηχανικών προϊόντων, δηλαδή μέσων υπέρβασης των φυσικών ορίων της ύπαρξης, επρόκειτο όχι μόνο να διασπάσει την ενότητα της εργασίας σε σχέση με το σκοπό της ζωής − όπως το πέτυχε η πουριτανική συνείδηση με κατάληξη την εκβιομηχάνιση της Αγγλίας −, αλλά και να παρουσιαστεί σαν διάδοχος της θρησκευτικής υπόσχεσης. Σήμερα ο άνθρωπος ζει για τα επιτεύγματα της μηχανής. […]


Στη σημερινή της τεχνική φάση η εργασία κοινοποιείται ανά την Υφήλιο ως όρος για την υπέρβαση του προσώπου∙ κατά συνέπεια ως όρος για την υπέρβαση της Ευρώπης προς ένα τεχνικώς ενιαίο κόσμο, ο οποίος, για να συγκρατηθεί στη ζωή, δεν χρειάζεται ούτε το Θεό, ως αρχή της φύσης ή ως θεσμοφύλακα του κοινωνικού βίου, ούτε την προσωπική ευθύνη για την ανάπτυξη και τη συντήρησή του, αλλά απλώς τη φυσική δυνατότητα όπως την υποτάσσει και τη διανέμει η τεχνική διαρρύθμιση στον άνθρωπο ανεξάρτητα από την ατομικότητά του, για να του επιβάλλει τη θέληση και την πράξη του.»


Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος (1965)

Σ.τ. HS. Για όσους πιστεύουν ακόμα πως η τεχνολογία συμβάλλει θετικά στην παρούσα κρίση, με όποιον τρόπο κι αν εννοούν αυτό το «θετικά».

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...