Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Η Δισυπόστατη Φύση των Πραγμάτων


Βλέπω αρχαίες θεότητες
να προχωρούν μέσα στα super-market
Φελλάχους να υψώνουν το δάχτυλο
και βοσκούς να οδηγούν
κοπάδια αιγοπρόβατα μέσα απ’ τα ράφια
Είδα μια αγελάδα να ανασηκώνει
το κεφάλι ανήσυχη μέσα σ’ αυτό
το τοπίο αλλόκοτου θανάτου
Γιατί τι είναι το super-market
παρά ένα απέραντο νεκροταφείο
δεν είναι μόνο τα σφαγμένα ζώα
που κάποτε έζησαν μια ζωή σαν προϊόντα
είναι οι χιλιάδες νεκρικές συσκευασίες
απιθωμένες σε ράφια
και στους πάνω ορόφους, στα τμήματα ηλεκτρονικών
ακοίμητες συσκευές-σιωπηλές νεκροπόλεις
φαντάσματα κυκλοφορούν στους διαδρόμους
και οι πελάτες σπρώχνουν ανίδεοι καρότσια
 υπνωτισμένοι μέσ’ στο θόρυβο των ταμειακών μηχανών
Ο ψυχοπομπός Ερμής διαβαίνει με τους σκύλους του.

Δισυπόστατη είναι η φύση των πραγμάτων
Τι είναι για παράδειγμα το super-market?
Aυτό που διαφημίστηκε σαν ένας τόπος ευτυχίας?
Ένα τοπίο πολέμου είναι!
Ένας τόπος αιχμαλωσίας 
Μια αλυσοδεμένη Δήμητρα είναι!
Και ένας σταυρωμένος Θεός!
Σε κάθε τι δύο είναι οι όψεις
Αυτή που φαίνεται και η άλλη η κεκρυμμένη
Που διαρκώς τείνει να φανερωθεί
                    χωρίς να αποκαλύπτεται ποτέ
Γι’ αυτό λέμε: μυστήριο είναι η ζωή

Γι’ αυτό και γώ ο ιεροφάντης
φύλακας και εκπρόσωπος της άλλης όψης
βλέπω αρχαίους Θεούς, κοπάδια
και φελλάχους που υψώνουν το δάχτυλο

Υπάρχουν κύκλοι
που παίρνει αιώνες
για να κλείσουν.

Β. Η.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Η άσπρη θάλασσα

Καθώς έφευγε η μέρα
κατεβήκαμε στον απαλό γιαλό
δίπλα στο σιγανό κύμα
και παρατηρώντας συνεχώς
πολύ προσεκτικά
κόλπος κι ακρωτήρια
να γίνονται διάφανα
μες στο μεταξένιο δείλι
αδιάσπαστο σύμπλεγμα
                    αντιθέσεων
άπειρη εναλλαγή τόνων
                και χρωμάτων
κατάλαβα σε μια στιγμή
που η ώρα ήταν ανοιχτή
πως το ελληνικό τοπίο
είναι μάθημα Δημοκρατίας.
Κάθε κοιλάδα πίσω απ’ το βουνό
κάθε νησί αντίκρυ, είναι ένας άλλος κόσμος
κόσμοι που τους ενώνει η ίδια θάλασσα,
η ίδια γλώσσα, ο ίδιος τρόπος.

Γιατί τί άλλο είναι η Δημοκρατία
Τί άλλο να ‘ναι τούτος ο μπελάς?
Παρά η εξεύρεση των λεπτών ισορροπιών
συνεχής κι επίπονη
ανάμεσα σε κοινότητες ελεύθερων ανθρώπων
που νιώθουν ότι τους ενώνει
κάτι πολύ σημαντικό
Κι είναι αναγκασμένη αυτή η χώρα
να επιτελέσει αυτό το σχέδιο
                          και όχι άλλο.
Να τί μας έκανε η γεωγραφία!

Απέραντα απλώνονται τα δάση
από το Βόλγα ως τα Ουράλια
καμπίσιες οι εκτάσεις από τις Άλπεις ως τη Βαλτική
με μαύρο χώμα και φουγάρα
αργά κυλάνε τα ποτάμια στην Μεσοποταμία
βαρύς και καφετίς ο Νείλος.
Από τα Απαλλάχια ως τα Βραχώδη Όρη
πλατιά εκτείνεται η χώρα μέσα στον κάμπο του Κάνσας
στα δύο χωρισμένη από τον Πατέρα των Νερών
πλήθη χαρακτηρίζουν την Ινδία
αργόσυρτα κινούνται τα πλήθη της Κίνας
ατέλειωτους δρόμους έφτιαξε η Ρώμη
κι άλλοι τέτοιοι δρόμοι σκονισμένοι
καταλήγανε στα Εκβάτανα
Παντού το μάτι του αυθέντη βλοσυρό
βλέπει στη μακρινή ευθεία
και πλαταγιάζει το μαστίγιο στον αέρα.
Άαπ! Εσύ! Εκεί κάτω! Γιατί δεν δουλεύεις?
                        -Ενώ εδώ?

Είμαστε η Άσπρη θάλασσα
Αυτή αναδεύει την ψυχή μας
Ψηλά θεόκτιστα βουνά σβήνουν
                    σε στενές κοιλάδες
Κοιλάδες καταλήγουν σε ακρωτήρια και σε κόλπους
Κόλποι που αντικρίζουν αναρίθμητα νησιά ριγμένα
στο αφρισμένο κύμα
Κύμα που το διασχίζουν λευκά πανιά και μια
τρελή επιθυμία για ταξίδι και ανταλλαγή

Είναι κρίμα γι’ αυτή τη χώρα
που τα βουνά, οι κοιλάδες, τ’ ακρωτήρια
τα νησιά και το λευκό πανί
δεν κατάφεραν να παράγουν μια μορφή διακυβέρνησης
δεν κατάφεραν να φτιάξουν την κυβέρνηση
της σταφίδας, των δημητριακών, της άμπελου
της ασημοπράσινης ελιάς
την κυβέρνηση του δημοτικού τραγουδιού
του ρεμπέτικου και της χοντροκομμένης ρίγανης
την κυβέρνηση των ποιητών
             που ‘ναι απόγονοι εκείνου που ‘χε σβησμένα μάτια
γιατί όλα σ’ αυτή τη χώρα πάνε πίσω στον Όμηρο
Τον Όμηρο τον εθνοκτίστη
γιατί αυτός τραγούδησε και τραγουδώντας όρισε
την ελληνική την μοίρα
σαν κάτι που κλίνει
πάνω στο κύμα
κλίνει και διαφεύγει
διαφεύγει απ’ τους Θεούς
και φτιάνει
τον εαυτό της.
Κι όλα τα σημερινά δεινά μας
                πάνε διακόσια χρόνια πίσω
Σε ‘κείνα τα 7 χρόνια επανάστασης κι εμφύλιου
που καταφέραμε και τσακίσαμε τον Τούρκο
αλλά αφήσαμε άθικτη την δύναμη των προεστών
ας όψεται ο Γέρος, όλο «Έλληνες και Έλληνες
πάλι θέλετε να σφάξετε τους αρχόντους σας?» το πήγαινε
«θα πούνε πως είστε Καρμπονάροι, πως φαγωνόσαστε
                                           μεταξύ σας.»                                 
Και μετά ήρθε ο Κυβερνήτης στην Αίγινα
ψάχνοντας να βρει τόπο
εκεί που ‘χαν φέρει τα γυναικόπαιδα
για να τα σώσουν απ’ την αδιάκοπη φωτιά
που κατέκαυσε ως και τα πουρνάρια
γύρω του σκληρίζαν οι γυναίκες δίχως άντρες
και του σηκώναν τα παιδιά
«σώσε μας, δεν έχουμε παρά εσένα και το θεό!»
Τρόμαξε ο Κυβερνήτης απ’ τα μισόγυμνα ορφανά
τη φτώχια και την απελπισία
Τότε πρέπει να κατάλαβε τη βαρύτητα του έργου
που ύστερα από τόση σκέψη είχε αναλάβει
ίσως να ψυχανεμίστηκε και τη φοβερή πιστόλα
πρέπει να το ‘νοιωσε απ’ τη βουή
πως ήταν μετρημένες οι ώρες.
Ούτε άργησε πολύ η στιγμή που
υψώθηκε η πιστόλα κι ακούστηκε το μπαμ
Πίσω της στεκόνταν οι Μαυρομιχαλαίοι
«Δεν μπήκαμε στον θανατερό χορό
ύστερα από τόσους δισταγμούς
ούτε ανοίξαμε τα πουγγιά και τα σεντούκια
για να χάσουμε τα’ αξιώματα που μας
έδωσε ο Τούρκος»
Και φτιάχτηκε το διπλό το κόμμα
κι ακούστηκε ο φιδίσιος ψίθυρος
«Εκάς οι έντιμοι!
Σ’ αυτό τον τόπο η πολιτική εξουσία
είμαστε εμείς
Και μόνο εμείς θα μετέχουμε
στα Άχραντα Μυστήρια»
Κι αν ήθελες γινόσουνα γιατρός
να υπηρετείς τον Ασκληπιό
           με ανθρωπιά να ιατρεύεις
ή έμπορος, να εμπορεύεσαι με ήθος
για αγρότης να σκύβεις με την τσάπα
              και να περιμένεις στον αιώνα
ξωμάχος ν’ αποσταίνεις δίπλα στην πηγούλα
ή ναύτης στα πέρατα του κόσμου
για εργάτης, σπίτι να επιστρέφεις με τη φρατζόλα
                             υπό μάλης
για γραφιάς να σκύβεις πάνω από κιτάπια
ή τίποτα γινόσουν, ένα τίποτα
να ονειρεύεσαι γυμνός, γυμνός πάνω
                             στην πέτρα

Και να χαίρεσαι που τίμια καλλιεργείς
το μικρό κόσμο που σου αφέθηκε.
                             Αλλά,
                             ¨Μακριά! Μακριά από τη διεύθυνση του τόπου¨
Σαν ξένος έπρεπε να ζεις
και κυβερνήσαν αυτοί σαν να ‘ταν ξένοι

Πόσο όμως θα κρατούσε
αυτό το δύσμορφο το σχήμα?
Πόσο η ασταθής ισορροπία?
Ή οι έντιμοι και οι λιτοί θα άλωναν
                την εξουσία,
έγιναν άλλωστε κάποιες λειψές προσπάθειες
ή οι αλαζόνες και αδηφάγοι
αναζητώντας συνενοχή
θα κατέστρεφαν το ήθος

Μέσα σε 200 χρόνια κλείνουν πολλοί κύκλοι
Ακολουθώντας πρόσχαροι
την εναλλαγή των εποχών
γεμίσαμε άχρηστα επαγγέλματα
                 βλαβερά επαγγέλματα
                 θλιβερά επαγγέλματα
συνηθίσαμε τριαλαρί τριαλαρό συμπεριφορές απίθανες
                             και στάσεις
είδαμε να κατηφορίζει ως τον πάτο
νικηφόρο το φοβερό μηδέν
είδαμε τη γη μας να γίνεται εικόνα
Ώσπου άνοιξε ο τελευταίος κύκλος
τον Δεκέμβρη του ΄08
απ’ τους αμέτοχους και τους αθώους

Α! Είναι απίστευτη η δύναμη
πο ‘χουνε οι τόποι
Απίστευτο πως αντιστέκεται η γη!
Η Νέα Υόρκη θα βυθιστεί
απ’ τον ήχο του τυμπάνου
Χωρίς φρόνηση χτίστηκε
πάνω σε αρχαία έλη

Κάτω από τον βόμβο της μεγαλούπολης
ανάμεσα στο συρτό ρυθμό του τραίνου
Άκου προσεκτικό αυτί!
Άκου και ξεχώρισε
τον δυσοίωνο αρχαίο ήχο
Και πέρα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες
πίσω από τις γιγαντοαφίσες και τους αυτοκινητόδρομους
οι τούμπες σιωπηλές
και τα ινδιάνικα νεκροταφεία
Μόνο άφρονες περιφρονούν
τη δύναμη των νεκρών

Κι εδώ, σ’ αυτή τη χώρα
την περιτριγυρισμένη από λαούς
που ‘ναι αρχαίοι γνώριμοι
που καρδιά και πνεύμονα
έχει το Αιγαίο
σ’ αυτή τη χώρα που ‘ναι
πιο ευρύχωρη κι απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες
μικρή η πρόσοψη
αχανές το βάθος
σ’ αυτόν τον κατσικότοπο
δεν κατάφεραν να σβήσουνε το κύτταρο
ν’ απαλείψουνε τη μνήμη
Περπατώντας συνεχώς κάτω απ’ το σκληρό ήλιο
μες στο θυμαρότοπο
πατώντας πάνω στην άγια κακαράντζα
εκεί που το θυμάρι αναδίδει άρωμα λεπτό
κι ακούγονται μακρινές κουδούνες
σιγουρεύτηκα βαθιά
ρίγησαν τα κόκαλά μου
Γεμάτη η γη μας μυστικά
ετοιμάζεται και περιμένει
τη Μεγάλη Επιστροφή

                                                   Β. Η.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...