Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Το Κρυστάλλινο Παλάτι

«Κύριοι, εγώ βέβαια αστειεύομαι και το ξέρω και ο ίδιος, πως αστειεύομαι αποτυχημένα, μα βλέπετε δεν είναι δυνατόν όλα τα να παίρνουμε γι’ αστεία. Μπορεί εγώ ν’ αστειεύομαι τρίζοντας τα δόντια. Κύριοι, εμένα με βασανίζουν διάφορες ερωτήσεις. Δώστε μου τις απαντήσεις. Να, σεις π.χ. θέλετε τον άνθρωπο να τον ξεμάθετε από τις παλιές συνήθειες, και τη βούλησή του να τη διορθώσετε ανάλογα με τις απαιτήσεις της επιστήμης και της λογικής. Μα πώς ξέρετε, ότι τον άνθρωπο όχι μονάχα μπορεί, μα και πρέπει έτσι να τον αλλάξουμε; Από τι συμπεραίνετε, πως τόσο απαραίτητα πρέπει η βούληση η ανθρώπινη να διορθωθεί; Μ’ ένα λόγο, πώς ξέρετε πως τέτοια διόρθωση θα φέρει ωφέλεια στον άνθρωπο; Και για να τα πούμε όλα, γιατί είστε τόσο θετικά πεπεισμένοι πως το να μην εναντιώνεται στα πραγματικά, τα κανονικά συμφέροντα, τα εγγυημένα με τα πορίσματα της διάνοιας και της αριθμητικής, είναι πραγματικά για τον άνθρωπο πάντοτε ωφέλιμο κι είναι νόμος για όλη την ανθρωπότητα; Αυτό, βλέπετε, για την ώρα ακόμη είναι μοναχά δική σας παραδοχή. Ας πούμε λοιπόν πως είναι νόμος της λογικής, όχι όμως και της ανθρωπότητας. Ίσως να σκεφτόσαστε, κύριοι, πως είμαι τρελός; Πρέπει να εξηγηθώ.

Είμαι σύμφωνος: ο άνθρωπος είναι ζώο κατά το πλείστο δημιουργικό, καταδικασμένο να τείνει στο σκοπό συνειδητά και ν’ απασχολιέται με τη μηχανική επιστήμη, δηλαδή αιώνια κι αδιάκοπα ν’ ανοίγει το δρόμο του, κι ας είναι και στα τυφλά. Μα να, ίσως ακριβώς για τούτο και κάπου κάπου του καπνίζει να στρίψει, γιατί είναι καταδικασμένος ν’ ανοίγει δρόμο κι ακόμα ίσως γιατί, παρ’ όλη του τη βλακεία, ο άνθρωπος της άμεσης δράσης γενικά, σκέφτεται κάποτε πως αυτός ο δρόμος σχεδόν πάντα πάει στα τυφλά, και πως η κύρια υπόθεση δεν έγκειται στο καταπού πάει, μα απλώς στο να τραβάει μπροστά, και πως ένα καθωσπρέπει παιδί δεν πρέπει να περιφρονεί την επιστήμη και να παραδίνεται στην καταστρεπτική αργία, που όπως ξέρουμε είναι μήτηρ πάσης κακίας. Του ανθρώπου του αρέσει να δημιουργεί και ν’ ανοίγει δρόμους, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Γιατί όμως φτάνει ο ίδιος ίσαμε του ν’ αγαπάει με πάθος το χάος και την καταστροφή; Να, τούτο αν μου το λέγατε!

Μα για τούτο θέλω να πω ο ίδιος δυο λόγια ιδιαιτέρως. Μήπως τάχα του αρέσει το χάος κι η καταστροφή (βλέπετε είναι αναμφισβήτητο, πως καμιά φορά να του αρέσει υπερβολικά, αυτό έτσι είναι), γιατί ο ίδιος από ένστιχτο φοβάται να φτάσει στο σκοπό και ν’ αποτελειώσει το χτίριο που οικοδομεί; Πού ξέρετε; Μπορεί ν’ αγαπάει το χτίριο μονάχα από μακριά, κι από κοντά καθόλου. Μπορεί να του αρέσει μονάχα να το χτίζει κι όχι να κατοικεί μέσα σ’ αυτό∙ να το χτίζει και να το προορίζει κατόπιν στα κατοικίδια ζώα, στα μυρμήγκια, στα πρόβατα, κ.λπ., κ.λπ. Να, τα μυρμήγκια έξαφνα, είναι εντελώς αλλιώτικα. Αυτά έχουν ένα καταπληχτικό παρόμιο χτίριο, αιώνια ακατάλυτο∙ τη μυρμηγκοφωλιά.

Από τη μυρμηγκοφωλιά άρχισαν τα σεβάσμια μυρμήγκια και με τη μυρμηγκοφωλιά θα τελειώσουν ασφαλώς, πράγμα που τιμάει πολύ τη σταθερότητα και τη θετικότητά τους. Μα ο άνθρωπος είναι ον επιπόλαιο κι ίσως να του αρέσει μοναχά η υπόθεση της επίτευξης του σκοπού κι όχι ο ίδιος ο σκοπός, όπως συμβαίνει στον παίκτη του σκακιού. Και ποιος ξέρει (δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί) ίσως ίσως όλος ο σκοπός της ανθρωπότητας να περικλείνεται μονάχα σ’ αυτή την αδιάκοπη υπόθεση της επίτευξης∙ μ’ άλλα λόγια στην ίδια τη ζωή κι όχι κυρίως στο σκοπό που, εννοείται, πρέπει να μην είναι άλλος από τα δυο και δυο τέσσερα, δηλαδή μια φόρμουλα, ένα τύπος. Όμως το δυο και δυο τέσσερα δεν είναι πια ζωή, κύριοι, μα η αρχή του θανάτου. Τουλάχιστον ο άνθρωπος πάντα κάπως το φοβόταν αυτό το δυο και δυο τέσσερα∙ κι εγώ τώρα το φοβάμαι. […]


Εσείς πιστεύετε το κρυστάλλινο παλάτι, το αιώνια ακατάλυτο, δηλαδή τέτοιο που μήτε τη γλώσσα κρυφά να μην μπορεί κανείς να του δείξει, μήτε μια πρόστυχη χειρονομία να του κάνει. Ε, λοιπόν εγώ, για τούτο ακριβώς ίσως και να φοβάμαι αυτό το χτίριο, γιατί ξέρω πως είναι κρυστάλλινο κι αιώνια ακατάλυτο και πως δεν θα ’ναι δυνατό μηδέ κρυφά να του βγάλεις τη γλώσσα.»


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το Υπόγειο (1864)



Σημ. του H.SΕπιστήμη, λογική, ευταξία, ευημερία, ευνομία, σταθερότητα, ομαλότητα, ασφάλεια, ησυχία, όλα στη θέση τους, όλα μετρημένα, όλα ζυγισμένα, όλα υπολογισμένα, όλα ρυθμισμένα, όλα διάφανα, όλα υπό έλεγχο −το Κρυστάλλινο Παλάτι δεν είναι πια μια απλή προγραμματική ιδέα, έχει θεμελιωθεί, οι όροφοι ανεβαίνουν με γρήγορους πια ρυθμούς, υπάρχει γενική συναίνεση, όλα να συστηματοποιηθούν, όλα να τακτοποιούνται, μη χάνουμε χρόνο, μην κοντοστεκόμαστε, μην περιπλανιόμαστε, δυο και δυο τέσσερα, τι κάθεσαι κι ακούς το γέρο να σου λέει ιστορίες απ’ τη ζωή του όταν μπορείς να του στείλεις τα λεφτά με το διαδίκτυο και να γλυτώσεις το μπλα-μπλα, μην το κουράζεις, μην κουράζεσαι, δυο και δυο τέσσερα. Πώς είπατε; Α, ναι, πιστεύετε κι εσείς στο Κρυστάλλινο Παλάτι, το Κρυστάλλινο Παλάτι είναι η λύση για τις συμφορές μας, έτσι δεν είναι; Παρακαλώ, από πού πάνε για τις Κατακόμβες; Μόνο, προηγουμένως, μια ερώτηση: Μπορεί ποτέ κάτι το αφηρημένο, ένας τύπος, μια φόρμουλα, μια ιδέα, ακόμα κι η πιο τέλεια κι από πουθενά να μην μπάζει ιδέα, μπορεί κάτι τέτοιο να αγκαλιάσει, να δεξιωθεί, να καθίσει στο ίδιο τραπέζι, να περπατήσει πλάι πλάι με τόση ελευθερία σαν του ανθρώπου; 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Σοφία, μελαγχολία κι ελπίδα στο τέλος ενός κόσμου


Μελαγχολία, Albrecht Duhrer, 1514
«Κάθε εποχή αποβλέπει σ’ ένα καλύτερο κόσμο. Όσο πιο ζοφερό και μπερδεμένο είναι το παρόν, τόσο βαθύτερος είναι αυτός ο πόθος. Στο φθινόπωρο του Μεσαίωνα η ζωή κατακλύστηκε από μια σκοτεινή μελαγχολία. Η χαρά της ζωής κι η θαρραλέα εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του ανθρώπου, που αντηχούν σε ολόκληρη την περίοδο της Αναγέννησης, μετά βίας ακούγονται στην Βουργουνδία του 15ου αιώνα. Άραγε αυτό σημαίνει πως εκείνη η εποχή ήταν πιο δυστυχισμένη από άλλες; Αυτό συνηθίζουμε να πιστεύουμε. Σε όσα μας μεταφέρει η παράδοση εκείνης της εποχής, από τις μαρτυρίες των χρονογράφων και τους ποιητές έως τα εκκλησιαστικά κηρύγματα, τα θρησκευτικά εγχειρίδια και τις επίσημες πηγές, δεν βρίσκουμε παρά μίσος, έριδες, εγκλήματα, απληστία,βαρβαρότητα και μαύρη δυστυχία. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν η ζωή εκδηλωνόταν μόνο στην άγρια χαρά της έπαρσης, της σκληρότητας και της ασωτείας, Υπήρχε πουθενά χώρος για την απλή χαρά της ζωής; […]
\

Είναι αλήθεια, πως κάθε εποχή αφήνει περισσότερα ίχνη από τις συμφορές της παρά από τις χαρές της. Οι δοκιμασίες είναι το υλικό της ιστορίας. Υπάρχει βέβαια και η παράλογη ιδέα, που λέει πως το ποσό χαράς και ειρήνης στην ανθρώπινη ζωή είναι τελικά το ίδιο σε όλες τις εποχές. Κι είναι αλήθεια πως η χαρά του Μεσαίωνα εξακολουθούσε κάπως να αντηχεί και τώρα, στο φθινόπωρό του: επιβίωνε μέσα στο δημοτικό τραγούδι, στην μουσική, σε πίνακες που απεικόνιζαν όμορφα κι ειρηνικά τοπία ή γαλήνια πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση πάντως,το 15ο αιώνα δεν ήταν του συρμού, ούτε και θεωρούνταν πρέπον μπορούμε να πούμε, να εγκωμιάζεται η ζωή. Το πρέπον ήταν να μιλάει κανείς μόνο για τα βάσανα και την απελπισία. […]

Αξίζει πράγματι να σημειώσουμε,ότι εκείνη την εποχή η λέξη μελαγχολικός άρχισε να παίρνει μια νέα σημασία,στην οποία η θλίψη συνδυαζόταν με τη στοχαστική βαθύτητα, λες και σοβαρή πνευματική δουλειά δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ψυχική μαυρίλα. […]



Ποιοι ήταν εκείνοι που, μέσα στο φθινόπωρο του Μεσαίωνα, μιλούσαν για την εποχή τους γεμάτοι ελπίδα; Δεν ήταν ούτε οι ποιητές, ούτε οι θεολόγοι, ούτε οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι αυλικοί, αλλά οι λόγιοι και οι ουμανιστές. Η παλλόμενη αίσθηση ότι ξαναβρήκαν την αρχαία σοφία,ήταν αυτή που τους έκανε να μιλούν με χαρά για την εποχή τους. Επρόκειτο για ένα θρίαμβο στο πεδίο της διάνοιας, της σκέψης. Τα ενθουσιώδη λόγια τους εξέφραζαν περισσότερο τον ενθουσιασμό του λόγιου παρά του ανθρώπου. Στις αρχές του 16 αιώνα αφθονούν τα εγκώμια προς το μεγαλείο των καιρών∙ όμως −και εδώ, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές οι επιστολές που έγραψε ο Έρασμος γύρω στο 1517− αφορούν σχεδόν αποκλειστικά την αναγέννηση του πνεύματος και δεν είναι διθυραμβικές εκφράσεις μιας χαράς της ζωής με την ευρύτερή της έννοια.»

Johan Huizinga, Το Φθινόπωρο του Μεσαίωνα (1919)
----

Σημ. του H.S. Νομίζω πως, τηρουμένων των αναλογιών και της διαφοράς όρων, κάτι μπορούν να μας πουν αυτά για το σήμερα. Αν η αναγέννηση ξεκινάει από μια αναγέννηση του πνεύματος, πού έχει άραγε να στραφεί η εποχή μας αναζητώντας την; Το χαρακτικό του Ντύρερ, που φιλοτέχνησε τρία χρόνια πριν τις επιστολές του Έρασμου, φαίνεται να αποτυπώνει εκείνη τη «νέα» σύνδεση μεταξύ μελαγχολίας και σοφίας, που αναφέρει ο Χουιζίνγκα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, μου φαίνεται σαν ν’ αποτυπώνει, πιο ειδικά, τη μελαγχολία των «νέων χρόνων», τη δική μας κατά κάποιον τρόπο μελαγχολία: εργαλεία, αριθμοί και μια κλεψύδρα που μετράει την τρεχάλα του χρόνου, είναι αυτά που περιτριγυρίζουν τη σκεπτόμενη, μελαγχολική ψυχή.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Η Αριστερά της κρίσης και η κρίση της Αριστεράς


  • Τα σημάδια είχαν εμφανιστεί πολλά χρόνια πριν, σε ανύποπτο χρόνο, όταν οι κοινωνίες της Δύσης δεν ήταν ακόμα σε ορατή κρίση. Όταν ο κόσμος, μετά από ένα καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο, είχε τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον μέσα στη υποτιθέμενη καπιταλιστική ευημερία.




Τα σημάδια αυτά πήραν σάρκα και οστά μέσα στα κινήματα που σάρωσαν  το ανατολικό και δυτικό μπλοκ τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Μέσα από τις εξεγέρσεις σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία, στο αντιπολεμικό κίνημα  στη Αμερική και τη Αγγλία, στο Μάη του ’68 στη Γαλλία, στη  Ιταλία  που φλεγόταν σχεδόν όλη την δεκαετία του ’70, στη Πολωνία  στα μέσα του ’80.

Το τέλος ήρθε με την πτώση της επαίσχυντης «Σοβιετίας» και το γκρέμισμα του Τείχους του αίσχους. Τι σήμαιναν όλα αυτά τα συμβάντα; Τι ήθελε να πει ο ποιητής;
Η αριστερή ιδεολογία  έχοντας  ξεφτιλίσει μέσα στη ιστορική της πορεία το όραμα ενός καλύτερου κόσμου, απλά είχε πεθάνει. Πεθαίνοντας  πήρε μαζί της και την ελπίδα που είχε καλλιεργήσει  μετά την επανάσταση στη Ρωσία, ότι ο εχθρός είχε αντίπαλο, αντίπαλο ικανό να προσφέρει κάτι πιο ανθρώπινο. Έτσι ο κόσμος -τουλάχιστον εκείνος ο κόσμος πού είχε πιστέψει, είχε αγωνιστεί και υποφέρει-, έμεινε μετέωρος να κοιτάζει για μια ακόμα φορά το γκρέμισμα  μιας ψευδαίσθησης,  που  την είχε αντιληφτεί σαν  μια πραγματικότητα ριζοσπαστικής αντιπαράθεσης με την κυρίαρχη οργάνωση της κοινωνίας.

      Ποια ήταν η ουσία της αριστερής ιδεολογίας;

«Ο κόσμος μαστίζεται από την αδικία, την οποία επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη αυτών που κατέχουν το πλούτο, ενάντια σε εκείνους που επί της ουσίας παράγουν  αυτόν τον πλούτο. Στους εργάτες δηλαδή αυτής της κοινωνίας. Από αυτούς τους εργάτες λοιπόν, που ιδρώνουν και μοχθούν, που είναι τίμιοι και καλοί, που μάχονται καθημερινά μέσα στο αλέτρι της ζωής, κάποιοι άλλοι, κακοί και φθονεροί, τους παίρνουν τον κόπο τους, τον κεφαλαιοποιούν, θησαυρίζουν και έρχονται στη συνέχεια να επιβάλουν τους όρους τους, που είναι όροι επαίσχυντοι για τη κοινωνία.»

      Τι έλεγε ότι πρέπει να γίνει;

«Αυτοί οι καλοί εργάτες, που συνεχώς αδικούνται, πρέπει να διεκδικήσουν τον πλούτο που δικαιωματικά τους ανήκει.»

     Πώς θα γίνει αυτό;

«Κατ’ αρχήν συνειδητοποιώντας ότι κάποιος τους κλέβει τον κόπο τους.»

     Αν δεν το συνειδητοποιούν;

«Τότε, όσοι το κατανοούν επαρκώς, θα πρέπει να βοηθήσουν εκείνους πού δεν το κατανοούν ώστε να το καταλάβουν. »

    Τι θα γίνει στη συνέχεια, όταν το καταλάβουν;

«Τότε αυτομάτως θα επαναστατήσουν  και, αν και εφόσον το θέλει  η ιστορική στιγμή  και ωριμάσουν οι συνθήκες,  θα πάρουν την εξουσία από τους κακούς καπιταλιστές που γυρνάνε εδώ και εκεί κάποιον  να μαδήσουν... και μετά ο κόσμος θα γίνει παράδεισος. Όπως είχε γίνει στη "σοβιετική" Ρωσία.»

Το παραμύθι αυτό, όπως όλα τα παραμύθια, είχε  στη αρχή του μια ειλικρινή απλότητα. Μια απλότητα που άγγιζε όλες τις ευαίσθητες καρδιές των ανθρώπων. Μια απλότητα που σου έφερνε ρίγη συγκινήσεων και σε καθιστούσε  μαχητή του καλού απέναντι στο κακό. Μόνο που μέσα στη απλότητα του, αγνοούσε ή δεν ήθελε να λαμβάνει υπ' όψιν, ότι ο κόσμος δεν απαρτίζεται από καλούς ανθρώπους, στους οποίους, από κάποια ιδιοτροπία της φύσης, κάποιοι ελάχιστοι είχαν κατορθώσει να επιβάλλουν την αρνητική θέληση τους. Ο κόσμος απαρτίζεται από ανθρώπους που εμπεριέχουν μέσα τους και το καλό και το κακό, είτε είναι καταπιεστές είτε καταπιεζόμενοι. Πράγμα που σημαίνει ότι, κάλλιστα, οι σημερινοί καταπιεζόμενοι μπορεί να είναι οι  αυριανοί καταπιεστές.

Άρα, τον κόσμο δεν τον καθιστά κολαστήριο ψυχών η κατοχή του πλούτου, αλλά η συνύπαρξη μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο του καλού με το κακό∙ και το ότι ο άνθρωπος φαίνεται, ιστορικά και εμπειρικά, να έχει μια ροπή στο κακό. Ή τουλάχιστον να τραμπαλίζεται συνεχώς ανάμεσα και στα δύο.

Η κατοχή του πλούτου, και η εξουσία που απορρέει από αυτήν, συμβάλλουν δραστικά στη διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου πλαισίου. Όμως δεν αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα  στο να μετατραπεί δραστικά η ουσία ενός κόσμου, ο οποίος μέχρι σήμερα έχει φλερτάρει σφόδρα με τις σκοτεινές πλευρές της ύπαρξης, όπως κατά την γνώμη μας είναι η δύναμη, η εξουσία, η έλλειψη αυτοεπίγνωσης, η κακία, η ζήλεια, ο φθόνος, το έγκλημα και πάει λέγοντας.

Η αριστερή ιδεολογία  και οι εκπρόσωποι της, αγνοώντας  την διττή φύση του ανθρώπου και μεταφέροντας το παιχνίδι στο γήπεδο των αποκλειστικά οικονομικών διεκδικήσεων και αντεκδικήσεων, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά  να στερέψει την  μοναδική πηγή  μέσα στον άνθρωπο που θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια ουσιαστική αλλαγή του ίδιου και της κοινωνίας που έχει δημιουργήσει. Διότι το μοντέλο που αντιπαράθεσε στον συμφεροντολογικό άνθρωπο του συστήματοςήταν ο άνθρωπος που απλώς διεκδικεί το συμφέρον που του έχουν κλέψει. Έτσι το μόνο που κατόρθωσε, όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση μιας χώρας, ήταν να  χάσει το όραμα της για την αλλαγή και να δημιουργήσει μια ακόρεστη επιθυμία των πολιτών της  για την  κοινωνία του εχθρού της.

Σήμερα, η αριστερή ιδεολογία  δεν εμπνέει πλέον κανέναν. Στη χώρα μας που  η κρίση  διαλύει εκ θεμελίων την κοινωνία, η Αριστερά  τείνει να καταντήσει συνώνυμο  της Δεξιάς. Μέσα στη συνείδηση  των ανθρώπων που αναζητούν κάποια λύση, η προοπτική μιας «αριστερής» κυβέρνησης  δεν αποτελεί  στόχο  ανακουφιστικό αλλά  λύση ανάγκης σε ένα άλυτο πρόβλημα. Αριστερά  του εχθρού  δεν υπάρχει πλέοντίποτα. Ο χώρος είναι κενός. Πρέπει να  ανακαλύψουμε εκ νέου, από κοινού, τις προϋποθέσεις  για ένα όραμα που να μην αποτελεί ψευδαίσθηση ή παραμυθία, αλλά ελκυστικό δρόμο αλλαγής για όλους μας.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Ο Λαβύρινθος της θεαματικής κυριαρχίας



Όταν το θέαμα επικράτησε μέσα στη κοινωνία, ήδη, ό,τι ήταν άμεσο βίωμα αποτελούσε παρελθόν. Οι άνθρωποι, δίχως να το καταλάβουν, είχαν χάσει πια το έλεγχο πάνω στις ζωές τους, την επαφή με αυτό που πραγματικά είναι. Η ζωή δεν ήταν μια δρώσα πραγματικότητα, πραγματικών ανθρώπων, με πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες. Ήταν μια ζωή που περισσότερο έμοιαζε με ένα παιχνίδι ρόλων, εναλλασσόμενων ρόλων, ρόλων που ανάλογα με την διανοητική ανάπτυξη του καθενός προσλάμβαναν και το αντίστοιχο περιεχόμενο.
        Αυτή η εξέλιξη  δεν γίνονταν εύκολα αντιληπτή στη αρχή, ίσως γιατί οι άνθρωποι λανθασμένα πίστευαν ότι είχε έρθει επιτέλους η εποχή, όπου ο καθένας θα μπορούσε να γίνει ό,τι ήθελε.
Οι φτωχοί ξαφνικά μπορούσαν να μορφωθούν, να βγάλουν φράγκα, να  αγοράσουν σπίτι και αυτοκίνητο, με λίγη καλή τύχη να κάνουν ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Άρχισαν να κοιτάνε τους αστούς στα μάτια και όχι στα παπούτσια.
        Οι επιστήμονες έχοντας νικήσει τον Θεό, μπορούσαν να κοιτάζουν το μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο  με μεγαλύτερη αυθάδεια, μετά από μια ατελείωτη σειρά επιτυχιών, μαζεύοντας τα σάλια τους με μεταξωτά μαντιλάκια.
        Οι επιχειρηματίες είδαν τον κόσμο σαν μια αστείρευτη τεράστια αγορά, όπου τα κέρδη θα συνέρρεαν στα χρηματοκιβώτια τους από παντού.
       Οι στρατιωτικοί είδαν μέσα από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της τεχνολογίας όπλα πού την ισχύ τους δεν είχαν ποτέ φανταστεί. Μπορούσαν να κάνουν πολέμους απλά κλεισμένοι σε πολυτελή γραφεία και να πατούν απλώς πολύχρωμα κουμπάκια.
      Οι πολιτικοί, ώ οι πολιτικοί, τους ανοίχτηκε ένα απέραντο πεδίο παπαρολογίας δίχως νόημα. Μιλούσαν για όλα, δίχως να λένε κάτι, όμως συνέχιζαν να μιλάνε γιατί για τους πολιτικούς το να μιλάς μη εννοώντας τίποτα είναι η ουσία της ζωής. Ίσως πάλι γιατί κατανοούσαν ότι είχε έρθει η ώρα να παραδώσουν τα σκήπτρα τους  σε πιο εξειδικευμένους τεχνικούς της εξουσίας.
      Όλοι μας γυρνούσαμε στους δρόμους και στα κέντρα διασκεδάσεων με ύφος και στυλ, γιατί όταν είσαι μέσα στο θέαμα πρέπει και να το ζεις .

Πού και πού βέβαια υπήρχαν και κάποιοι που έλεγαν ότι κάτι δεν πάει καλά, έβλεπαν αυτή την όμορφη κατάσταση προβληματική. Είχαν θέματα, πολλά θέματα. Με το ένα, με το άλλο. Μάλλον ήταν προβληματικοί, δυσπροσάρμοστοι. Tέλος πάντων, είχαν κάτι.
      Δεν υπήρχε όμως ενδιαφέρον να εξακριβωθεί αυτό το κάτι. Μέσα στο λαβύρινθο της θεαματικής κυριαρχίας, όλα τα προβλήματα περιμένουν την σειρά τους για να απορροφηθούν .

Όταν μας είπαν ότι βρισκόμαστε σε κρίση, πέσαμε από τα σύννεφα. Η αλήθεια είναι, ότι στη αρχή κανείς δεν το πίστεψε. Όταν στη συνέχεια άρχισαν να αδειάζουν οι τσέπες, αρχίσαμε να το πιστεύουμε όλοι. Μας κακοφάνηκε, αισθανθήκαμε εξαπατημένοι, μάλιστα κατεβήκαμε σε πορείες. Μετά όμως βαρεθήκαμε και σταματήσαμε να πηγαίνουμε στις πορείες. Προτιμήσαμε να βρίζει ο καθένας μπροστά στη τηλεόραση του. Αυτό μας φάνηκε πολύ πιο βολικό και άνετο.
     Μετά πάλι, ήρθαν οι αυτοκτονίες. Αυτές κυριολεκτικά μας σόκαραν. Φαίνεται, ότι αυτοί πού ήταν προβληματικοί δεν άντεξαν σε αυτή την κρίση. Πάλι βρίζαμε μπροστά στις τηλεοράσεις. Το τι έχουν ακούσει αυτά τα κουτιά δεν λέγεται.
     Παρατηρούσαμε μεταξύ μας ότι πλέον δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε, κάτι μας είχε ρουφήξει το μυαλό. Κάποιοι έλεγαν ότι μας ψεκάζουν τα αεροπλάνα που πετάνε ψηλά. Αυτά μάλλον είναι αηδίες, η αλήθεια είναι ότι απλά έχουμε χάσει την μπάλα και δεν τολμάμε να το πούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό.
     Η τηλεόραση βέβαια δεν λέει κάτι τέτοιο, αντίθετα πιστεύει ότι όλα βαίνουν καλώς. Σύντομα θα ξαναγυρίσουμε στη όμορφη κατάσταση πού είμαστε πριν, έτσι είπαν χτες ...

Στο  λαβύρινθο της θεαματικής κυριαρχίας, η μόνη πραγματική αλήθεια είναι ότι όλα είναι σκοτάδι. Αυτό δεν το είπε η τηλεόραση.... 
Περίεργο!!!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...