Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

O Μέγας Αύγουστος.



     Δουλεύω στο ξενοδοχείο με μια συμφέρουσα συμφωνία. Εξασκώ το επάγγελμά μου που μια από τις όψεις του είναι η ζωγραφική και το σχέδιο. Όλο το μεσημέρι ζωγραφίζω ήσυχος μες τη σιωπή.
    Λίγο μετά τις 4, την ώρα την πιο στυγνή, την ώρα του αποτρόπαιου μεσημεριού βγαίνω στον έρημο εξώστη που έχει θέα στις πισίνες. Φυσάει λίβας.
    Σείονται και τρίζουν οι χουρμαδιές στο πλησίασμα του παλιού τους Κυρίου. Είναι ο Χαμσίν της ερήμου. Το ηχητικό φράγμα που υψώνουν τα τζιτζίκια έχει την ιδιότητα παρόλο που  ξεκουφαίνει να περνάει απαρατήρητο. Μερικές φορές κάποιοι από τους ξένους μας όλο αφέλεια ρωτούν τι είναι αυτός ο περίεργος βόμβος. Τους είναι αδύνατον να καταλάβουν πως ένα ον τόσο εύθραυστο, που πρέπει να παραμένει αόρατο, μπορεί να εδραιώνει μια παρουσία τόσο ολοκληρωτική ώστε μόλις να γίνεται αντιληπτή.
     Είναι σαν να έχει μείνει ο χρόνος ακίνητος. Σαν τίποτα να μη συνέβη ποτέ και όλη η ζωή να υπήρξε όνειρο. Το καλοκαίρι στον Νότο αυτή η ώρα είναι η ώρα του Απείρου!

    Από το lounge έρχονται τα πρώτα σημάδια αφύπνισης. Ακούω να τακτοποιούν τις καρέκλες και να βάζουν μπροστά τη μηχανή του espresso. Μετά ο μπάρμαν βάζει την πρώτη μουσική της νύχτας που έρχεται. Παλιά τζαζ. Μια απ’ αυτές τις μουσικές που σε κάνουν να νοσταλγείς το καλοκαίρι… ενώ είναι καλοκαίρι. Σαν να τις παίζουν στη Καραϊβική  και να ακούγονται εδώ στη Ρόδο.
    Και σε μια στιγμή, σαν νεράιδα, αναδύεται η τρομπέτα του Miles. Καθαρή και διάφανη. Είναι η στιγμή του μαρτίνι. Δίπλα μου έρχεται και κάθεται ο Λουίς. Είναι ο πρίγκιπας αυτού του ποτού και όλων των χαμένων μπαρ. Κάποτε έγινε γνωστός, κάνοντας ένα-δύο καλά φιλμ, με το όνομα Μπονιουέλ. Και ύστερα ο Jimmy ενώ τραγουδά από τις παραλίες του Λος Άντζελες.  Summers almost gone λέει ο Jimmy.

    Σε λίγες μέρες, όταν μεσιάζει ο μήνας, στις 15 ακριβώς παίρνει τούμπα το καλοκαίρι!

    Παλιά τζιτζίκια μιας χαμένης δεκαετίας. Ζήσαμε ένδοξα στην εξορία!

    Ο Αύγουστος σαν τον Ηλιογάβαλο ενηλικιώνεται μές τη μελαγχολία!


                                                                                            Β.Η

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Αλληλογραφία με τον izi (σχετικά με την ανάρτηση στους dangerfew στις 15 Ιουλίου, για τον Ray Bradbury)



           
   Πόσο δίκιο έχεις αγαπητέ izi! Στους 10 ανθρώπους που ρωτάω, τι δουλειά κάνουν, οι 9 απαντήσεις που παίρνω δεν με βοηθάνε να καταλάβω με τι ακριβώς ασχολούνται. Κάποιοι απαντούν με αρχικά και όρους της Αμερικάνικης εργασιακής αργκό. Τι άραγε σημαίνει Fashion Adviser, ή Real Estate developer, ή Service Engineer?  Ή Field manager? Τι σημαίνει web designer και τι  PR? Τι σημαίνει University Administrator και τι ακριβώς μανατζάρει ένας manager αν όχι τη ζωή των άλλων? Και αν αφήσουμε κατά μέρος όλα τα developer, που είναι εξαιρετικά επικίνδυνα,  τι διάολο κάνει ένας κομπιουτεράς? Κι ένας ντελιβεράς δεν είναι ένας κακομοίρης, ένας φτωχοδιάβολος, που τρέχει για μια αλυσσίδα έτοιμου φαγητού που κερδοφορεί από την ανθρώπινη αναπηρία όταν δεν προάγει την αυτάρεσκη τεμπελιά?
    Σε τι ακριβώς, και σε ποιους, είναι χρήσιμος ένας διαφημιστής ένας πολιτικός, ένας μακιγιέρ της τηλεόρασης, ένας σεκιουριτάς, ένας οικονομικός σύμβουλος, ένας κοινωνικός λειτουργός, ένας διαιτολόγος και ένας χημικός τροφίμων?
    Σαν και οι ίδιοι να μη πολυπιστεύουν ότι πρόκειται για πραγματικά επαγγέλματα, οι απαντήσεις τους πάσχουν από μια αδιόρατη αμηχανία.  
    Ακόμα χειρότερα, στις περισσότερες απαντήσεις ελλοχεύει μια αόριστη απειλή όχι μόνο για μένα και τους γύρω μου αλλά και για τους ίδιους. Έτσι μου γεννιέται η υποψία ότι τα επαγγέλματα που κάνουν εκτός από άχρηστα είναι και επιβλαβή.
    Θα προτιμούσα να ακούσω λ.χ: εκμαυλιστής ανύποπτων κορασίδων, ή επαγγελματίας πουτάνα, ή κλέφτης. Τουλάχιστον για να σιγουρευτώ ότι το αρνητικό έχει ακόμα μια θέση στον κόσμο μας.

    Ψάχνω με το φανάρι να βρώ έναν ψαρά, έναν αγρότη, έναν τσαγκάρη, μια ράφτρα, έναν φούρναρη ή κι έναν ονειροπόλο, κάποιον τέλος πάντων που ασκεί ένα πραγματικό επάγγελμα, ώστε να καταλάβω αμέσως τι ακριβώς κάνει.
    Και φυσικό είναι το μυαλό μου να πηγαίνει στον Ζαμπέτα που όταν του σύστησαν κάποιον κουστουμαρισμένο σαν Παραγωγό, αναρωτήθηκε υπομειδιών: Παραγωγός? Α ναι? Και τι παράγει? Αλλά αυτός είχε κάνει τις αλάνες να στενάξουν όταν ήταν παιδί και μεγάλωσε στους δρόμους! Ούτε είχε περάσει ποτέ, ακόμα και έξω, από ένα Πανεπιστήμιο!

    Επειδή λοιπόν izi, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν γίνει πια μαϊμούδες, ασχολούμενοι με ψευτοεπαγγέλματα που ουδεμία σχέση έχουν με τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες αλλά απαντούν στις απαιτήσεις της αγοράς, που ονειρεύτηκε να κάνει τον άνθρωπο ακριβώς μαϊμού και τη ζωή απολειφάδι αυτού που ήταν κάποτε, δεν είναι περίεργο που η οικονομία έσκασε απ’ το πολύ ψέμμα.
    Ο κόσμος του μικροαστού-που κολακεύτηκε για αυτό που του λέγανε ότι είναι- και τα όνειρα του, αργά αλλά σταθερά γυρνούν σε εφιάλτη!
   
   Από δω και πέρα izi, για να βρεις το ταλέντο σου, δηλαδή ποια δουλειά μπορείς να κάνεις εσύ καλύτερα από κάθε άλλον- να είσαι δηλαδή δημιουργικός και όχι ο δούλος μιας φαρμακωμένης οπτασίας- απαιτείται ανεξάρτητη σκέψη. Για να ορκιστείς δε πίστη σ’ αυτό απαιτείται ψυχική αντοχή και θάρρος. Αρετές που εκλείπουν!

    Και που η έκλειψή τους κάνει αδύνατη μια επανάσταση.

    Στην πραγματικότητα, αγαπητέ izi, τα σύγχρονα «επαγγέλματα» είναι ένα καθεστώς δουλείας που έχει ζέψει τον εργαζόμενο σε κάτι ξένο προς τον άνθρωπο. Άλλωστε με το ρήμα επαγγέλλομαι παρουσιάζεις τον εαυτό σου και δηλώνεις με ποιο τρόπο καθίστασαι χρήσιμος.
    Είναι δεδομένη η υποβόσκουσα ντροπή (και μελαγχολία) που τα περιβάλλει και η οποία καμμία σχέση δεν έχει με την αξιοπρέπεια των παλιών τεχνιτών ή των γεωργών και των παλιών γιατρών.
    Λέγανε παλιά ότι καμμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.
    Όχι, υπάρχουν πια δουλειές που είναι ντροπή!


                                                                                   Β.Η

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...