Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Home for Christmas

Μιμίκα Λ.
Έχω βρεθεί καταχείμωνο στην Ικαρία, τότε που οι λιγοστοί κάτοικοι λουφάζουν περιμένοντας να περάσουν οι δύσκολες εποχές. Αγριεμένος ο καιρός, τρία μέτρα ψηλή η θάλασσα, ορμάει με πάταγο στην προκυμαία και η νύχτα προμηνύεται όλο βουητό και αντάρα. Ο Αρμενιστής, ένα παλιό ψαροχώρι, εκτεθειμένο στους βορεινούς καιρούς, δεν κρατάει το χειμώνα πάνω από τριάντα ανθρώπους. Όσοι δεν κάθονται γύρω από τη σπιτική φωτιά μαζεύονται στον καφενέ, τραβούν τα παραθυρόφυλλα και τις ξύλινες πόρτες που μαστιγώνονται από θαλασσινές ριπές. Παλιοί ναυτικοί και μετανάστες που γύρισαν ύστερα από χρόνια στην Αμερική, βολεύονται γύρω απ’ τη σόμπα, ψήνουν κάστανα και πίνουν ρακί.
Ο μπάρμπα-Δημήτρης, ο Κόχυλας, ο καφετζής, άρχοντας της λιτότητας, αράζει σ’ έναν πάγκο στη γωνία, χωμένος σ’ ένα βαρύ δερματόδετο βιβλίο που αν κανείς κάνει τον κόπο και πλησιάσει, θα διαβάσει: “Απομνημονεύματα του Στρατηγού Σαράφη„. Η γυναίκα του, η κυρά-Μαρία, όρθια στην άλλη γωνία, στην κουζίνα, τηγανίζει ψαράκια που τσιτσιρίζουν στο τηγάνι της. Ο καφενές τρίζει από την επίθεση των καιρών και όσοι είναι μαζεμένοι γύρω από τη σόμπα ξαναμμένοι από τη ρακή, το ρίχνουν στη συζήτηση για τα καράβια που έπιαναν παλιά στην Ικαρία.
Το μεγάλο ερώτημα που ρίχτηκε στη κουβέντα, είναι: “Πότε ήρθε για τελευταία φορά το Μιμίκα Λ. στον Αρμενιστή„. Ήταν το ’47 ή το ’49; Για όσους δεν ξέρουν τι λαός είναι οι Ικαριώτες, πρέπει να πω ότι είναι πρωτομάστορες του καλαμπουριού και των ιστοριών. Όταν άρχιζε ο Στρατής ο Αφιανές ερχότανε μια στιγμή που βρισκόσουνα, χωρίς να το καταλάβεις, κυκλωμένος από παντού να τσαλαβουτάς μέσα στο τραγελαφικό και το παράδοξο. Κι όταν σηκωνότανε όρθιος ο Σταμάτης ο Κόχυλας, ο μεγάλος αδελφός του μπάρμπα-Δημήτρη, που ’χε κι αυτός έναν μικρό καφενέ πάνω από την προκυμαία, κοντός, ξερακιανός, αργομίλητος, τότε απλωνότανε νεκρική σιγή. Κι έπειτα, τα καλαμπούρια. Οι Ικαριώτες   μπορούν να πειράζουν ο έναν τον άλλον για μια ολόκληρη νύχτα. Το κάνουν σαν ένα παιχνίδι που γυρίζει γύρω-γύρω κι αυτός που αρχίζει θα δεχτεί με τη σειρά του τα πειράγματα των άλλων. Άντρες πλατύστερνοι και βαριοκόκκαλοι, γέρνουν πάνω στην καρέκλα και με μάτια που λάμπουν από περιπαικτική διάθεση αμολάν το καλαμπούρι ενώ με τα χοντροδάχτυλά τους τρίβουν το κάστανο και ταυτόχρονα περιεργάζονται μία το θύμα και μία τις αντιδράσεις της παρέας. Ώρες-ώρες ο καφενές σείεται από τα γέλια. Πότε ήταν λοιπόν, το ’47 ή το ’49; Ήταν πριν από το γάμο του Τάσου του Φραγκούλη ή τότε που ο Τσαντίρης ο γέρος γύρισε από το Σικάγο και είπε ότι θέλει ν’ αφήσει τα κόκαλά του εδώ πέρα στα χώματα τα πατρογονικά.
Όποιος δεν καλοθυμάται γίνεται αντικείμενο γενικής θυμηδίας. Μετά η συζήτηση προχωράει στα παλιά καράβια. Το Προπολεμικό «Φρίντο» που έκαιγε κάρβουνο, το «Παντελής», το «Δεσποινάκι» και η «Μαριλένα» πρώην «Κωστάκης Τόγιας».  Μετά ερχότανε το «Μυρτιδιώτισσα» η «Μιμίκα Λ» και τα ιταλικά: ο «Κολοκοτρώνης», ο «Καραϊσκάκης» και το «Έλλη».  Καράβια, φαντάσματα καραβιών που πέρναγαν σαν παλιές γκραβούρες μέσα απ’ την κουβέντα τους.
Αλήθεια, τι απόσταση από το “Μιμίκα Λ.„ μέχρι το “Αιγαίο„! Κι από το Ο/Γ “Αιγαίο„ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ως τα σήμερα, τέλη του ’90. Παλιά σιδερένια βαπόρια με στρογγυλές πρύμνες, μυτερές πλώρες και ξύλινα καταστρώματα. Παστωμένα με άσπρη λαδομπογιά, με δερμάτινους καναπέδες και ξύλινες επενδύσεις. Το “Αιγαίο„ παλιό και ταλαιπωρημένο διέσχιζε το Ικάριο, βυθιζόταν με την πλώρη μέσα στο κύμα κι όταν σηκωνότανε πάνω από την ίσαλο γραμμή έβλεπες τα μίνια και τις ξεφλουδισμένες μπογιές του. Οι Ικαριώτες όμως ήταν βαθιά δεμένοι μ’ αυτό το πλοίο. Τους έφερνε στον Πειραιά μ’ όλους τους καιρούς κι από κει πίσω στο σπίτι τους. Γέρνανε στις κουπαστές και αγναντεύαν το νησί τους καθώς το καράβι έπλεε κατά μήκος του για μια ολόκληρη ώρα γιατί είναι ένα εξαιρετικά μακρόστενο νησί η Ικαρία.
Όπως το πλοίο έβγαινε από τον Άγιο Κήρυκο και τράβαγε δυτικά παραπλέοντας όλη τη νότια πλευρά του νησιού που την δέρνει το Ικάριο δείχνανε ο ένας στον άλλο με το δάχτυλο, και ονομάζανε με το όνομά τους, όλα τα χωριά, ένα, ένα. Γέροι με χοντρά τζην και καρρώ πουκάμισα φοράγανε εκείνα τα παλιά αμερικάνικα γυαλιά με τον μαύρο σκελετό που έδιναν οι αμερικάνικες κοινωνικές υπηρεσίες, το αμερικάνικο ΙΚΑ, στη δεκαετία του ’60. Στις πλάτες τους κρεμόταν ο γυλιός φτιαγμένος από δέρμα κατσίκας με το τρίχωμα προς τα έξω. Γυναίκες μαντηλοδεμένες, νύφες, γαμπροί, παιδιά.
Διακρίνανε τα χωριά το ένα μετά το άλλο και στο τέλος πια τον Μαγγανίτη και μετά το Καρκινάγρι, που κρέμονταν πάνω στον απόκρημνο βράχο. Ξεχώριζαν το δρόμο που χρόνια τώρα πάσχιζε, με τις μπουλντόζες και τα φουρνέλα, ν’ ανοίξει η ΜΟΜΑ για να ενώσει το νησί. Κι όταν προσπέρναγαν το ακρωτήριο Παππάς, με τον φάρο του, τότε ήσυχοι πια κατέβαιναν στα σαλόνια του καραβιού και παρέες-παρέες άνοιγαν τα φαγητά με τα κεφτεδάκια και το ψωμοτύρι και τραβάγανε κοντά τη νταμιτζάνα με το κόκκινο Ικαριώτικο κρασί.
Τις ίδιες διαδρομές έκανε και η “Σάμαινα„, αλλά δεν είχε την πατίνα του χρόνου και τον χαρακτήρα που απέπνεε το “Αιγαίο„. Αλλά δεν ήταν μόνο το “Αιγαίο„. Πιο πίσω ήταν το “Μιαούλης„ και το “Κανάρης„ που αλωνίζανε το Αρχιπέλαγος. Και το θρυλικό “Κυκλάδες„. Μικρά καράβια όλα τους, σε σχέση με τα σημερινά, με τη σκάλα των επιβατών που κατέβαινε από τα πλάγια του καραβιού. Όταν πιάνανε στα νησιά της Άγονης γραμμής που δεν είχανε μεγάλους ντόκους, στέκονταν παραέξω, κατέβαζαν εκείνη την τραμπαλιστή σκάλα που τη φοβότανε κι ο Θεός, οι λεμβούχοι ξεκόλλαγαν από την παραλία, η σειρήνα του καραβιού μπουμπούνιζε σ’ όλο τον κόλπο και οι νησιώτες άρχιζαν να κατεβαίνουν με καλάθια, παμπάλαιες βαλίτσες και μπόγους. Μαζί και μερικοί τουρίστες, τα καλοκαίρια, που είχαν γερό ένστικτο πιονέρου. Οι τουρίστες τη γλένταγαν πολύ αυτή την επικίνδυνη περατζάδα από τη σκάλα στη βάρκα και οι ντόπιοι διασκέδαζαν πολύ μ’ αυτούς τους αλλοδαπούς που κάνανε ακροβασίες με τα σακίδια στην πλάτη. Σακίδια που με χαμόγελο κάποιοι αποκαλούσαν "ψεκαστήρες". Σ’ εκείνα τα καράβια θυμάμαι μερικούς από τους τελευταίους λύκους της θάλασσας. Γερά σκαριά, περπάτημα με ανοιχτά τα πόδια πάνω στα καταστρώματα, σκαμμένες φάτσες, βλέμμα γερακιού, σκούρες μάλλινες φανέλες που κλείνανε γυρίζοντας σε χοντρούς λαιμούς. Ο Σκοπελίτης ήταν ο καπετάνιος ενός καϊκιού που λειτουργούσε σαν πόστα ανάμεσα στα μικρά νησάκια της Παροναξίας. Γύρναγε Αμοργό, Κουφονήσια, Ηρακλειά, Σχοινούσα, τα έπαιρνε όλα σβάρνα και είχε έδρα τη Νάξο. Έβγαζε στα νησάκια το ταχυδρομείο, καφάσια με φρούτα και καμιά φορά τα καλοκαίρια ένα-δύο τουρίστες. Αργότερα έφτιαξε μικρό σιδερένιο βαπόρι και το ‘βγαλε “Μαριάννα„.

Κάτω στα Δωδεκάνησα αγκομαχούσε όλο ηρωισμό ο “Πανορμίτης„. Μικρό καραβάκι, έπιανε Κάσο, Κάρπαθο και μια-δυο φορές τη βδομάδα το Καστελόριζο. Είχε έδρα τη Ρόδο και μετά τράβαγε βαριανασαίνοντας προς τα πάνω, Κω, Κάλυμνο, Πάτμο, Λειψούς και έφτανε μέχρι το Πυθαγόρειο της Σάμου. Τούτο το καράβι το πήρα μια φορά το ’84 από τη Ρόδο για τη Σάμο, Οκτώβρη μήνα, με μεγάλη θαλασσοταραχή. Όλη τη νύχτα οι λιγοστοί επιβάτες, σιωπηλοί, κατάχλωμοι, είχαν πέσει στους καναπέδες, είχαν κουκουλωθεί μέχρις απάνω κι έδιναν αγώνα για να μην ξεράσουν, ενώ το καράβι μπατάριζε μια δεξιά και μια αριστερά. Το μπότζι βάραγε από κάτω την καρένα και όλο το σκάφος έτριζε, ενώ η θάλασσα μαστίγωνε και έλουζε τα παράθυρα. Το μπαρ, που μέχρι μια στιγμή μοίραζε κρύες τυρόπιτες και τούρκικους καφέδες σε πλαστικά κυπελλάκια, είχε ερημώσει. Τα φώτα είχαν χαμηλώσει και ο καφετζής είχε διακριτικά αποσυρθεί. Το πλοίο έμοιαζε αφημένο στην τύχη του. Την αυγή ο καιρός έπεσε και σταμάτησε αρρόδω σ’ ένα νησάκι που το λένε Αρκοί. Βγήκαμε στις κουπαστές και αγναντεύαμε τον βραχότοπο. Ούτε χωριό ούτε λιμάνι φαινόντουσαν πουθενά. Η σειρήνα ακούστηκε κάμποσες φορές και ύστερα απλώθηκε σιωπή. Δέκα λεπτά αργότερα βγήκε από έναν κρυμμένο όρμο μία βαρκούλα. Όρθιος έλαμνε ένας γέρος ψαράς και δίπλα του είχε ένα αγόρι. Ανεβάσανε κάμποσους τενεκέδες και πήρανε κάτω κάτι καλάθια. Καθώς το καράβι έκανε στροφή και απομακρυνότανε γοργά, είδα το γέρο και το παιδί να κωπηλατούνε ήσυχα προς τα πίσω.
Τον Αύγουστο του ’85 το ίδιο καράβι πηγαίνοντας από Καστελόριζο για Ρόδο, περίμενε για δύο ώρες τον καπετάνιο του, σημαίνοντας τη σειρήνα του, γιατί αυτός γλένταγε στην παραλία μ’ όλο το νησί που τον αποχαιρέταγε επειδή αυτό ήτανε το στερνό του ταξίδι. Τόσα και τόσα χρόνια ήταν ο περαματάρης τους. Αυτός τους πηγαινόφερνε στη Ρόδο. Μας τον φέρανε στους ώμους με κιθάρες και τραγούδια:
“Ο καπετάνιος είναι λυπημένος,
γιατί έχει θάλασσα κι αυτός είναι αραγμένος„
Τούτος δω ήτανε ένας Ροδίτης θαλασσόλυκος αψύς και αγριεμένος από το ποτό και το γλέντι. Μόλις ανέβηκε στη γέφυρα, όρμησε στη σειρήνα και έφερε τον πανζουρλισμό, ενώ οι νησιώτες δεν σταμάταγαν τα τραγούδια και τις ζητωκραυγές, προσπαθώντας να σπρώξουν λίγο παραπέρα τη θλίψη που έρχεται μετά την έκσταση. Ενώ το καράβι χανότανε στη σκοτεινιά ακούγαμε τους τελευταίους ήχους από ένα γλεντοκόπι που συνεχιζότανε για λίγο ακόμα χωρίς τον πατέρα του. 
                 
Χρόνια μετά, στα τέλη του ’98, είμαι πάνω σ’ ένα απ’ αυτά τα σύγχρονα καράβια, με τα πλατιά γκαράζ, τις μοκέτες και τις ψευδοδιακοσμήσεις. Σκέφτομαι όλα εκείνα τα παλιά σκαριά. Σα να μυρίζω ακόμα τις μυρωδιές τους. Το λάδι από τις μηχανές τους και τις φρέσκες μπογιές τους. Σαν να τα βλέπω με τους ναυτικούς τους κι όλους εκείνους τους παλιούς νησιώτες που ταξίδευαν μ' αυτά. Η θύμησή τους με γλυκαίνει. Σαν βάλσαμο πάνω σε μια ανήσυχη ψυχή. Παλιά χρόνια. Παλιά βαπόρια! Κι όμως και τούτο δω το καράβι νοιώθω πως κάτι έχει να μου πει.

Όμορφο θαλασσινό ταξίδι από τη Ρόδο στον Πειραιά. Τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη, προπαραμονή Χριστουγέννων. Βαριά θάλασσα, ουρανός γεμάτος σύννεφα που φωτίζονται στις κορφές τους από τον ήλιο που δύει πίσωθέ τους. Η Ρόδος χάνεται πίσω μας και το καράβι είναι όλο ζωή. Η πρύμνη γεμίζει από κόσμο που περιδιαβαίνει. Παρέες πάνε κι έρχονται. Ο Καλύμνιος με το ναυτικό καπελάκι, κόντρα πρύμνα κάτω από τον ιστό της σημαίας, ανάβει τσιγάρο. Μουντάδα και θολούρα μας περιμένουν προς τα πάνω. Τα δελτία καιρού είναι απειλητικά. Ακούστηκε ότι το καράβι θα ποδίσει στο μεγάλο φυσικό λιμάνι της Λέρου, μα ο καπετάνιος βγήκε στα μεγάφωνα, αγριεμένος με τις διαδόσεις και καθησύχασε τους επιβάτες. Στα δεξιά μας ξεπροβάλλουν απόκρημνες οι ακτές της Μ. Ασίας. Ένα καράβι, στις παρυφές του Χειμώνα, διασχίζει την παραμεθόριο. Πάνω του είμαι ’γω, χωρισμένος από τη γυναίκα που αγαπώ, και που είναι για μένα μια χαμένη πατρίδα. Εγώ ένας περιπλανώμενος, ένας νομάδας, υπήρξα πάντα ένας άνθρωπος των δρόμων.  Εγώ που λάτρεψα τους σταθμούς και τα λιμάνια ένοιωθα για ’κείνη τη γυναικεία αγκαλιά όπως άλλοι για μια πατρίδα ή ένα σπίτι. Σηκώνω την κουκούλα, ανάβω τσιγάρο κι αυτή είναι μια από τις λίγες στιγμές που νοιώθω μια γλυκιά θαλπωρή. Ανάμεσα στη Ρόδο και την Αθήνα μέσα στα καταχείμωνα, τυλιγμένος στη μουσαμαδιά μου, αρκούμαι για την ώρα στον εαυτό μου. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πάνε για Χριστούγεννα, γεμίζουν τα καταστρώματα, γεμίζουν τα σαλόνια, τα κάνουν όλα γιορτινά. Αυτό το καράβι είναι μια ζεστή φωλιά. Για 16 ώρες θα ‘ναι το σπίτι μου. Μεγάλο πράγμα αυτό για μένα, τέτοιες εποχές, τέτοιους καιρούς όπου πουθενά δεν υπάρχει αναπαμός, πουθενά δεν υπάρχει σπίτι.

                                                                                    Β.Η   ’98 

4 σχόλια:

  1. Και τι να πει κανείς και για τον μικροκαμωμένο, κομψό μα απίστευτα καλοτάξιδο ΙΚΑΡΟ ... 7+ τα μποφόρια, βροχή ασταμάτητη, να κατεβαίνει καταπάνω του ολόκληρο το Αιγαίο Πέλαγος, ο καπετάνιος να βγάζει το χέρι και να μουτζώνει το βοριά κι ο ΙΚΑΡΟΣ να χορεύει τον ικαριώτικο πάνω στο κύμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "{...) σκέπην ου κέκτημαι πανταχόθεν πολεμούμενος ο άθλιος...."

    ή ο Ερωτας, ή ο Θεός ή η Πόλις.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. gia xronia pola, i google MIMIKA L GIATI 40 XRONIA FETOS POU EKANA KAMAKI tin simeron aglida gineka mou apo Pirea gia Rodo 1972 2 pm KE META TO 1973 TELEFTEA GIA 1 XRONO EPETIO EXO FILAXI TO ISITIRIO 161 ,50 DRAXMES KAMIA KALI FOTO PLEASE ? POLI KALO TO ATHRO e mail lefkass1@yahoo.co.uk thanks

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Εξαιρετικό άρθρο νιώθω ιδιαίτερα συγκινημένος γιατί ο καπετάνιος του «Πανορμίτης» (ο καπετάν Σταύρος) - είναι ο πατέρας μου. Αναζητώντας στο διαδίκτυο οτιδήποτε έχει να κάνει με τον Πανορμίτη, εντόπισα το κείμενο σας. Θα σας παρακαλούσα αν έχετε κάποια φωτογραφία η κάτι σχετικό με τον Πανορμίτη να μου το στείλετε.


    Τέρης Χατζηϊωάννου
    Δημοσιογράφος
    terisxatz@gmail.com

    ΥΓ. Ο καπετάν Σταύρος πάτησε τα 80, είναι ακόμα υγιής, συνεχίζει να πίνει …την θάλασσα, καθημερινά μυρίζει την αλμυρά της και τιμήθηκε/τιμάται για την προσφορά του, απ όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου, αλλά και την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.


    Σας ευχαριστώ θερμά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΠΡΟΣ ΥΠΟΓΕΙΟ (με προσοχή να μη χτυπήσετε το κεφάλι σας!)

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...