Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Σημειώσεις για το «Το Ζήτημα των Μεταναστών»



                                                                        υπό Γκυ Ντεμπόρ


       
[Το κείμενο γράφτηκε το 1985 για τον Mesioud Ouldamer, που ετοίμαζε τότε ένα βιβλίο για τον Εφιάλτη των Μεταναστών κατά την Αποσύνθεση της Γαλλίας για τις εκδόσεις Gerard Lebovici (Le cauchemar immigre dans la decomposition de la France, Παρίσι 1986). Περιλαμβάνεται στην ανθολογία των Έρ­γων του Ντεμπόρ, (εκδόσεις Gallimard, Παρίσι 2006). Ευχαρι­στίες στον Γ. Πολύζο και στον Μ. Ρακκά για τις υποδείξεις τους στη μετάφραση. Με ΣτΑΜ σημειώνονται οι σημειώσεις του άγγλου μεταφραστή και με ΣτΕΜ της ελληνίδας μεταφρά­στριας.]

Το «μεταναστευτικό ζήτημα» είναι ζήτημα τελείως τεχνητό, όπως και κάθε ζήτημα που τίθεται δημόσια στον σημερινό κόσμο, για τους ίδιους πάντα λόγους: Το ζήτημα τίθεται από την οικονομία (δηλαδή από την απάτη της ψευδο-οικονομίας) και συζητιέται στους κόλπους του θεάματος.

Συζητιέται με όρους βλακώδεις, όπως π.χ. «Να τους κρατήσουμε ή να τους διώξουμε τους μετανάστες;» Στην πραγματικότητα μετανάστης δεν είναι ο μόνιμος κάτοικος που τυγχάνει αλλοδαπός στην καταγωγή, αλλά ο άνθρω­πος που θεωρείται διαφορετικός, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαφορετικό και που πρόκειται να παραμείνει διαφορετικός. Πολλοί μετανάστες, ή τα παιδιά τους, έχουν υπηκοότητα γαλλική. Πολλοί Πολωνοί ή Ισπανοί υπήκοοι κατέληξαν να χαθούν μέσα στη μάζα του γαλλικού πληθυ­σμού που ήταν κάτι άλλο απ’ αυτούς. Όπως τα πυρηνικά απόβλητα ή οι διαρροές πετρελαίου στον ωκεανό, έτσι και οι μετανάστες είναι προϊόν των νεοτερικών πρακτικών της καπιταλιστικής διαχείρισης. Με τη διαφορά ότι τα «όρια α­νοχής» σε αυτούς καθορίζονται πιο αυστηρά και πιο «επιστημονικά» . Και όπως τα πυρηνικά και οι διαρροές πετρε­λαίου, έτσι και οι μετανάστες θα μείνουν μαζί μας για αιώ­νες, για χιλιετίες, για πάντα. Θα μείνουν μαζί μας γιατί εί­ναι πολύ πιο εύκολο να εξολοθρεύσει κανείς τους Γερμανο-εβραίους επί Χίτλερ παρά να εξολοθρεύσει τους Βορειοαφρικανούς (και τους άλλους) σήμερα: Στη Γαλλία ούτε να­ζιστικό κόμμα υπάρχει ούτε ο μύθος της αυτοχθονίας της φυλής!

Να τους αφομοιώσουμε λοιπόν ή να «σεβαστούμε την πολιτισμική τους ποικιλομορφία»; Πόσο φαύλο το δίλημμα! Δεν μπορούμε πια να ενσωματώσουμε κανέναν. Δεν μπο­ρούμε να αφομοιώσουμε ούτε τους νέους ούτε τους γάλλους εργάτες ούτε τους επαρχιώτες ούτε τις παλιές εθνικές μειο­νότητες (τους Κορσικανούς ή τους Βρετόνους), αφού το Πα­ρίσι, μια πόλη κατεστραμμένη, έχει χάσει τον ιστορικό της ρόλο, που ήταν η παραγωγή Γάλλων, Τι να καταφέρει ο συγκεντρωτισμός χωρίς το κέντρο, την πρωτεύουσα; Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν μετέτρεψαν τους διωκόμε­νους Ευρωπαίους σε Γερμανούς. Η διάχυση του συγκεντρωμένου θεάματος μόνον θεατές μπορεί να ενοποιήσει [1]. Κάνουμε γαργάρες, σε μια γλώσσα καθαρά διαφημιστική, με την έκφραση «πολιτισμική ποικιλομορφία».  Μα για ποιον πολιτισμό μιλούμε; Ίχνος δεν έχει απομείνει. Ούτε χριστιανική ούτε μουσουλμανική κουλτούρα υπάρχει, ούτε σοσιαλιστική ούτε επιστημονική. Ας μην μιλούμε λοιπόν για κάτι πεθαμένο. Μια ματιά μόνο να ρίξουμε γύρω μας αρκεί για να διαπιστώσουμε την αλήθεια: Δεν έχει απομεί­νει τίποτε πέρα από την παγκόσμια-θεαματική (αμερικάνι­κη) κατάρρευση κάθε πολιτισμού.

Αυτό που σίγουρα δεν μπορεί να βοηθήσει στην αφο­μοίωση είναι το δικαίωμα ψήφου. Οι Γάλλοι είναι ψηφοφό­ροι επειδή ακριβώς δεν είναι πλέον τίποτε άλλο. Το ένα κόμμα είναι ίδιο με το άλλο, η μία εκλογική υπόσχεση ισο­δυναμεί με την αντίθετη της... Πρόσφατα μάλιστα τα πολι­τικά προγράμματα (τα οποία όλοι γνωρίζουν πως δεν πρό­κειται να εφαρμοστούν) έπαψαν και να εξαπατούν, αφού πλέον δεν αφορούν σε κανένα απολύτως σημαντικό ζήτημα. 

Χαρακτηριστική απόδειξη του ότι η ψήφος δεν σημαίνει τί­ποτε, ούτε καν για τους ίδιους τους Γάλλους, είναι ότι το 25% των «πολιτών» ηλικίας 18-25 ετών δεν είναι καν εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, από αηδία και μόνον. Προσθέστε σ’ αυτούς και όσους είναι εγγεγραμμένοι αλλά απέχουν από την ψηφοφορία.

Κάποιοι προτάσσουν το κριτήριο της «γλωσσικής ε­πάρκειας στη γαλλική». Ας γελάσουμε. Μα μιλούν γαλλι­κά οι σημερινοί Γάλλοι; Γαλλικά είναι αυτά που μιλάνε οι σημερινοί αναλφάβητοι όπως ο Fabius («Bonjour les degats!») ή η Francoise Castro («a t’ habite ou ca t’ effleure?») ή ο Β. Η. Levy [2]; Δεν οδεύουμε ούτως ή άλλως προς την απώλεια κάθε γλώσσας που επιχειρηματολογεί και αρθρώνει νοήματα με ακρίβεια, ακόμη και χωρίς κανέ­ναν μετανάστη; Μήπως δεν έχουν κατακτήσει πανεύκολα κάποιους από τους παρα-μορφωμένους μας ηλιθίους (βλ. Sun Myung Moon κ.ο.κ.) απείρως γελοιωδέστερες σέχτες α­πό το Ισλάμ ή τον καθολικισμό; Για να μην αναφερθούμε στους βαριά καθυστερημένους και τους αυτιστικούς που οι σέχτες αυτές επιλέγουν να μην στρατολογήσουν, ακριβώς επειδή δεν βρίσκουν κανένα οικονομικό ενδιαφέρον στην εκ­μετάλλευση τέτοιων κοπαδιών, οπότε και τα αφήνουν στο έλεος της δημόσιας αρχής.

Έχουμε καταντήσει Αμερικανοί. Μην μας εκπλήσσει λοιπόν το ότι έχουμε όλα τα άθλια προβλήματα των Η.Π.Α., από τα ναρκωτικά ώς τη μαφία, τα φαστ φουντ και τον πολλαπλασιασμό των εθνοτήτων. Για παράδειγμα, ε­νώ η Ιταλία και η Ισπανία είναι επιφανειακά αμερικανοποιημένες (ίσως και σε κάποιο βάθος), δεν είναι μικτές εθνοτικά. Με αυτήν την έννοια παραμένουν πιο χαρακτηριστικά ευρωπαϊκές χώρες από τη Γαλλία, όπως π.χ. η Αλγερία εί­ναι βορειοαφρικανική. Εδώ [στη Γαλλία] έχουμε τα προ­βλήματα της Αμερικής, χωρίς όμως τη δύναμη της. Μπορεί να μην υπάρχει καμιά εγγύηση ότι το χωνευτήρι της Αμε­ρικής θα συνεχίσει να λειτουργεί για πολύ ακόμη, με τους τσικάνος π.χ. να μιλούν διαφορετική γλώσσα. Είναι όμως εγγυημένα σίγουρο ότι εδώ το ίδιο πράγμα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Κι αυτό γιατί οι Η.Π.Α. είναι το κέντρο παρα­σκευής του σύγχρονου τρόπου ζωής, η καρδιά του θεάματος που επεκτείνει τον παλμό της μέχρι τη Μόσχα και το Πε­κίνο. Το θέαμα αυτό δεν μπορεί να παράσχει την παραμι­κρή αυτονομία στους κατά τόπους υπεργολάβους του. (Μό­λις το αντιλαμβανόμαστε αυτό, κατανοούμε δυστυχώς ότι αυτή η υπεργολαβία ενέχει μιαν υποδούλωση πολύ λιγότε­ρο επιφανειακή από αυτήν που διαπιστώνουν οι συνήθεις κριτικοί του «ιμπεριαλισμού» ζητώντας την καταστροφή ή τη μεταρρύθμιση του). Εδώ [στη Γαλλία] δεν είμαστε πια τίποτε. Είμαστε ένας λαός αποικιοκρατούμενος που δεν έ­χει καταφέρει να εξεγερθεί, είμαστε οι γιέσμεν του θεάμα­τος και της αλλοτρίωσης. Ποια αξίωση θα προβάλουμε μπρος στην ολοένα και πιο εντεινόμενη παρουσία των με­ταναστών, λες κι έχουμε κάτι να μας κλέψουν, λες κι αυτό το κάτι είναι ακόμη δικό μας... Και τι άραγε θα μπορούσε να ’ναι αυτό; Σε τι πιστεύουμε τελικά, ή μάλλον σε τι τελοσπάντων παριστάνουμε ότι πιστεύουμε; Οι σκλάβοι δια­μαρτύρονται που οι ημιελεύθεροι απειλούν την ανεξαρτησία τους, σαν να καμαρώνουν, αντί να εξεγείρονται, για τις ολοένα και μειωμένες τους άδειες μετ’ αποδοχών...

Υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί απαρτχάιντ; Μα φυσικά και υπάρχει! Μάλιστα δεν υπάρχει απλά κίνδυνος, είναι -μοιραία πλέον- γεγονός (με όλη τη λογική των γκέτο, των φυλετικών συγκρούσεων, σύντομα και με τα λου­τρά αίματος, που περιλαμβάνει το απαρτχάιντ). Μια κοι­νωνία σε πλήρη αποσύνθεση είναι σαφώς λιγότερο ικανή να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες μεταναστών χωρίς ανυ­πόφορο άγχος, από μια κοινωνία συνεκτική και σχετικά ευ­ημερούσα. Το 1973 [3]  είχαμε ήδη εντοπίσει την καταπληκτι­κή αναλογία μεταξύ της εξέλιξης των κατασκευών και της εξέλιξης των νοοτροπιών. «Όσο ανοικοδομείται το περι­βάλλον, όλο και πιο βιαστικά, για τους σκοπούς του κατα­σταλτικού ελέγχου και του κέρδους, γίνεται ταυτόχρονα ολοένα και πιο εύθραυστο και προκαλεί ολοένα και περισσό­τερους βανδαλισμούς. Ο καπιταλισμός στη θεαματική του φάση ανοικοδομεί τα πάντα, αυτή τη φορά ως ψεύτικα, και παράγει εμπρηστές. Έτσι, το σκηνικό του καπιταλισμού εί­ναι παντού εύφλεκτο σαν τα κολλέγια στη Γαλλία.» Η παρουσία των μεταναστών έχει ήδη εξυπηρετήσει τους στόχους κάποιων εργατοπατέρων-συνδικαλιστών που έσπευ­σαν να αποδώσουν σε δήθεν «πόλεμο των θρησκειών» τις απεργίες που δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Να’μαστε επί­σης σίγουροι ότι οι καθεστηκυίες δυνάμεις θα προτιμήσουν την πλήρη ανάπτυξη των εμπειριών σύγκρουσης που σήμε­ρα βιώνουμε σε μικρότερη κλίμακα με τους «τρομοκράτες», αληθινούς ή ψεύτικους, ή με τους οπαδούς αντίπαλων πο­δοσφαιρικών ομάδων - και δεν μιλούμε μόνο για τους Άγ­γλους οπαδούς. Είναι ωστόσο εύκολο να καταλάβουμε για­τί οι πολιτικοί κάθε απόχρωσης, περιλαμβανομένου και του Εθνικού Μετώπου, προσπαθούν να υποτιμήσουν τη βαρύτη­τα του «προβλήματος των μεταναστών». Όλα όσα θέλουν να διατηρήσουν τους εμποδίζουν να θίξουν οποιοδήποτε ζή­τημα άμεσα και στην πραγματική του διάσταση. Ορισμένοι διατείνονται ότι είναι τάχα ζήτημα διάδοσης της «καλής α­ντιρατσιστικής διάθεσης», άλλοι ότι πρέπει να αναγνωρί­σουμε το δικαίωμα στη «δίκαιη ξενοφοβία». Όλοι συμφω­νούν ότι πρέπει να εξετάσουμε το πρόβλημα ως το πιο πιε­στικό, αν όχι και το μοναδικό, από τα κοινωνικά προβλή­ματα που η κοινωνία δεν πρόκειται να ξεπεράσει. Το γκέ­το του νέου θεαματικού απαρτχάιντ (όχι η τοπική, φολκλο­ρική εκδοχή που συναντούμε στη Νότια Αφρική) είναι ήδη εδώ, στη Γαλλία του σήμερα: Η πλειοψηφία του πληθυ­σμού είναι εγκλωβισμένη μέσα του και έχει χάσει τα μυα­λά της – κι αυτό θα συνέβαινε ακόμη κι αν δεν υπήρχε ού­τε ένας μετανάστης. Ποιος αποφάσισε να κατασκευάσει τις Sarcelles ή τις Les Miguettes [4] για να καταστρέψει το Παρίσι ή τη Λυών; Είναι αλήθεια ότι στη βρώμικη αυτή δουλειά συμμετείχαν και μετανάστες. Δεν έκαναν όμως τίποτε πα­ραπάνω από το να εκτελέσουν με ακρίβεια τις εντολές που τους είχαν δώσει, υποταγμένοι στη συνήθη αθλιότητα του μισθωτού εργάτη.

Πόσους ξένους έχει αλήθεια η Γαλλία; Δεν ρωτούμε βέβαια για τη νομική τους υπόσταση, το χρώμα του δέρμα­τος τους ή τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Είναι φανερό: Είναι τόσοι πολλοί, που καλύτερα να ρωτήσουμε: Πόσοι Γάλλοι έχουν απομείνει στη Γαλλία και πού βρίσκο­νται; (Και τι είναι αυτό που προσδιορίζει τον Γάλλο σήμερα;) Γνωρίζουμε ότι πέφτουν οι δείκτες των γεννήσεων. Μας κάνει εντύπωση αυτό; Μα οι Γάλλοι δεν αντέχουν πια τα παιδιά τους. Τα στέλνουν στο σχολείο στα τρία και μέ­χρι τουλάχιστον τα δεκαέξι τους, τα παιδιά διδάσκονται την αγραμματοσύνη. Προτού μάλιστα φτάσουν στην ηλικία των τριών ετών, όλο και περισσότεροι άνθρωποι τα θεω­ρούν «ανυπόφορα» και τα μεταχειρίζονται με βία. Στην Ιταλία, την Ισπανία, την Αλγερία, στις κοινότητες των Τσιγγάνων, τα αγαπούν ακόμη τα παιδιά. Εδώ όχι και τό­σο. Ούτε τα σπίτια ούτε οι δρόμοι των πόλεων δεν είναι πια κατάλληλα για τα παιδιά (εξ ού και ο κυνισμός της κυβερνη­τικής καμπάνιας με το σύνθημα «να ανοίξουμε την πόλη στα παιδιά»). Από την άλλη, η αντισύλληψη είναι διαδεδο­μένη, οι εκτρώσεις νόμιμες. Όλα σχεδόν τα σημερινά παι­διά στη Γαλλία προήλθαν από γεννήσεις επιθυμητές. Όχι όμως από μια επιθυμία ελεύθερη. Ο ψηφοφόρος-καταναλωτής σήμερα δεν ξέρει τι θέλει. «Επιλέγει» ό,τι δεν του αρέ­σει. Η διανοητική του συγκρότηση δεν έχει πια τη συνοχή που χρειάζεται, ώστε να θυμηθεί ότι κάτι θέλησε όταν βρί­σκει τον εαυτό του απογοητευμένο από το ίδιο το πράγμα που θέλησε. Στο θέαμα, η ταξική κοινωνία έχει κάνει συ­στηματικές προσπάθειες να αφανίσει την ιστορία. Και τώ­ρα παριστάνει ότι μετανιώνει για το συγκεκριμένο αποτέ­λεσμα της παρουσίας τόσων μεταναστών, γιατί «εξαφανί­ζεται η Γαλλία». Ξεκαρδιστικό. Μα η Γαλλία εξαφανίζεται για πολύ διαφορετικούς λόγους, με ταχείς ρυθμούς, σε όλα σχεδόν τα μέτωπα.

Οι μετανάστες έχουν το μεγαλύτερο δικαίωμα να ζουν στη Γαλλία. Είναι οι εκπρόσωποι της αποστέρησης. Και η αποστέρηση αισθάνεται σαν στο σπίτι της στη Γαλλία, είναι τόσο διαδεδομένη που μοιάζει οικουμενική. Οι μετανάστες έχουν χάσει τη γη και την κουλτούρα τους και είναι κοινό μυστικό ότι δεν κατάφεραν να βρούνε καινούργιες. Οι Γάλ­λοι είναι στην ίδια ακριβώς θέση - κι αυτό το μυστικό δεν είναι λιγότερο κοινό.

Με την ισοπέδωση ολόκληρου του πλανήτη από την α­θλιότητα ενός νέου περιβάλλοντος και από μιαν απολύτως απατηλή αντίληψη για τα πάντα, οι Γάλλοι, που τα έχουν αποδεχτεί όλ’ αυτά χωρίς πολλές διαμαρτυρίες (με εξαίρε­ση το’68), δεν μπορούν επ ουδενί να διαμαρτυρηθούν ότι νιώθουν έξω από τα νερά τους εξαιτίας των μεταναστών. Είναι αλήθεια πως είναι έξω από τα νερά τους. Αυτό όμως οφείλεται αλλού: Στον φρικαλέο τούτο κόσμο της αλλοτρί­ωσης, όλοι έχουν καταντήσει μετανάστες.

Όταν η Γαλλία θα έχει εξαφανιστεί, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να κατοικούν την επιφάνεια της γης, ακόμη κι αυτόν τον τόπο. Είναι δύσκολο να προβλέψουμε το κράμα των εθνοτήτων που θα κυριαρχήσει, τις ιδιαίτερες κουλτού­ρες τους, τις γλώσσες που θα μιλούν. Είμαστε όμως βέβαιοι πως το κεντρικό και βαθιά ποιοτικό ζήτημα θα είναι το ε­ξής: Θα καταφέρουν αυτοί οι μελλοντικοί λαοί να κατακτή­σουν, μέσω πρακτικών χειραφέτησης, να κυριαρχήσουν στη σημερινή τεχνολογία, την τεχνολογία της εξαπάτησης και της αποστέρησης; Ή μήπως θα τους κυριεύσει η τεχνολογία με τρόπο ακόμη πιο ιεραρχικό και υποδουλωτικό απ’ ό,τι σήμερα; Ας αναμένουμε το χειρότερο και ας αγωνιζόμαστε για το καλύτερο. Η Γαλλία αξίζει τον οίκτο μας. Αλλά ο οίκτος είναι μάταιος.

(Το άρθρο πάρθηκε από το περιοδικό Πανοπτικόν, τεύχος 10,
η μετάφραση είναι της  Λίας Γυιόκα.)



Σημ. Β.Η: Ύστερα από τα γεγονότα στο Παρίσι, το ξαναδιάβασμα αυτού του άρθρου, του 1985, του Γκυ  Ντεμπόρ, θεωρήθηκε απαραίτητο για να ριχτεί κάποιο φως στο ζήτημα της μετανάστευσης και των διαφυλετικών σχέσεων μέσα σε συνθήκες κοινωνικής ή ακριβέστερα: γενικευμένης αποσύνθεσηςΟι κοινωνίες υποδοχής μεταναστών, όταν εξετάζονται, τείνουν να θεωρούνται συμπαγείς και στέρεες, σίγουρες για τον εαυτό τους. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Στα 30 χρόνια που πέρασαν η διάλυση, που με τόση διαύγεια και ευστοχία περιγράφει ο Ντεμπόρ, προχώρησε παντού και όχι μόνο στη Γαλλία. Σήμερα, το Παρίσι περισφίγγεται από το βορρά του από δυσοίωνα προάστια - κάθε ευρωπαϊκή πόλη που σέβεται τον εαυτό της έχει μια ή περισσότερες ζώνες του Λυκόφωτος - και η βλοσυρότητα έχει εγκατασταθεί στην Ευρώπη σαν στο σπίτι της.
    Οι σχέσεις των Ευρωπαίων με τους ξένους τους δεν πήγαν και τόσο καλά. Σαν Γόρδιος Δεσμός, σχέσεις αμοιβαίας καχυποψίας κατ’ αρχήν, περιπλέχτηκαν ακόμα πιο σφιχτά από έναν πρώτο γύρο αποικιακών πολέμων, την διόγκωση του μεταναστευτικού ρεύματος και τον ερχομό μιας ακόμα γενιάς ξεριζωμένων – είτε απόγονοι μεταναστών είναι αυτοί, είτε  γηγενών Ευρωπαίων. Ένας Γόρδιος Δεσμός που κινδυνεύει να «λυθεί» με τον γνωστό βίαιο τρόπο.
     Η ρευστή ταυτότητα (αναμενόμενη άλλωστε) μέσα στην οποία υποφέρουν οι μετανάστες συναντά μιά άλλη ρευστή ταυτότητα, αυτή των κοινωνιών υποδοχής. Το μίγμα είναι εκρηκτικό και η εξέλιξη δεν θα είναι ειρηνική.




1. ΣτΕΜ. Για το διάχυτο και το συγκεντρωμένο (ή «συγκεντρωτικό») θέαμα, καθώς και τον συνδυασμό τους στο «ενσωματωμένο θεαματι­κό», βλ. κυρίως Γκυ Ντεμπόρ, Σχόλια Πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος, μτφρ. Πάνος Τσαγαγέας, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1988.
2. ΣτΑΜ. Ο Fabius ήταν ο πρωθυπουργός της Γαλλίας όταν γραφόταν αυτό το κείμενο, η Castio η σκηνοθέτις γυναίκα του, ενώ ο Levy ιδρυτής των Νέων Φιλοσόφων, ομάδας που αποκήρυξε τον μαρξισμό του ’68. ΣτΕΜ. Οι γαλλικές φράσεις του Fabius και της Castro δεν αποδίδονται.
3. ΣτΑΜ. Στην κινηματογραφική εκδοχή της Κοινωνίας του θεάματος.
4. ΣτΑΜ. Μακρινά προάστια του Παρισιού του ’60 και του ’70.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΡΟΣ ΥΠΟΓΕΙΟ (με προσοχή να μη χτυπήσετε το κεφάλι σας!)

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...