[…] Αντίθετα από ό,τι πρεσβεύει ο Άνταμ Σμιθ, το εμπορευματικό φαινόμενο δεν προκύπτει από κάποια φυσική προδιάθεση των ανθρώπινων όντων, αλλά είναι ολότελα κατασκευασμένο ιστορικοκοινωνικά. Οι ιστορικές περιστάσεις μέσα από τις οποίες έκαναν την εμφάνισή τους νέα εμπορεύματα καταγράφουν πάντοτε ιστορίες περισσότερο ή λιγότερο βίαιων σχέσεων ισχύος και σφετερισμού, οι οποίες συνοδεύονται από ένα νομοθετικό οπλοστάσιο που αποσκοπεί πρώτα απ’ όλα στην «απελευθέρωση» του εν λόγω αντικειμένων από τους παραδοσιακούς δεσμούς του και, στη συνέχεια, στη συμμόρφωσή του με τους όρους της εμπορευματικής ανταλλαγής. Το γεγονός αυτό φωτίζεται ξεκάθαρα από τα παραδείγματα ιδιωτικοποίησης της γης κατά το «κίνημα των περιφράξεων» στην Αγγλία (βλ. Καρλ Μαρξ, Το μυστικό της πρωταρχικής συσσώρευσης), όπως και από όσα ξέρουμε για την ιστορία της εργασίας στη δυτική Ευρώπη κατά το 19ο αιώνα. Χρειάστηκαν συγκρούσεις και αγώνες, καθώς και η δημιουργία ενός καινούργιου νομικού και νομοθετικού πλαισίου, απελευθερωμένου από τις παραδοσιακές φεουδαρχικές δεσμεύσεις, προκειμένου να συγκροτηθεί η αγορά της εργασίας. Ούτε η γη, ούτε η εργασιακή δύναμη του ανθρώπου, εμπεριέχουν από μόνες τους τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του εμπορεύματος.
Το φαινόμενο αυτό, στο οποίο αναφέρεται και ο Καρλ Πολάνυι μιλώντας στο Μεγάλο Μετασχηματισμό για «πλασματικά εμπορεύματα», και το οποίο αποκαλούμε σήμερα με το όρο «εμπορευματοποίηση», συνδέεται άρρηκτα με τη δυναμική του καπιταλισμού και την επέκταση των αγορών, η οποία αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του. Αυτή η επέκταση του πεδίου των αγορών διαβαίνει τώρα ένα ακόμα κατώφλι με την ανάδυση μιας καινούργιας τάξης εμπορευμάτων, τα οποία σχετίζονται με το ζωντανό. Πράγματι, εδώ και μερικές δεκαετίες είμαστε μάρτυρες μιας διαδικασίας ιδιωτικοποίησης και μετατροπής σε εμπορευματικό υλικό «πραγμάτων» όπως είναι οι ποικιλίες φυτών, τα γονίδια, οι μικρο-οργανισμοί, ακόμα και οι κυκλώνες −δηλαδή «πραγμάτων» που υπάρχουν σε φυσική κατάσταση και δεν έχουν φτιαχτεί από τον άνθρωπο.
Η εμπορευματοποίηση του ζωντανού
Αυτή η εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού μάς βοηθάει να δούμε, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, με ποιον τρόπο συντελείται η εμπορευματοποίηση νέων αντικειμένων και μέσα από ποια διαδικασία δημιουργούνται οι νέες αγορές. Διότι, πράγματι, η κατανόηση της διαδικασίας μέσα από την οποία μετατρέπεται σε εμπόρευμα κάτι που δεν ήταν, μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά της αγοράς, αυτού του κεντρικού θεσμών της κοινωνίας μας. Σε αυτή τη γενική εξέλιξη της «εμπορευματοποίησης του ζωντανού» εγγράφεται και η περίπτωση της εμπορευματοποίησης των σπόρων, δηλαδή των ποικιλιών διαφόρων καλλιεργήσιμων ειδών, που εδώ κι έναν αιώνα και κάτι πέρασαν από ένα καθεστώς λίγο-πολύ κοινοκτησίας στο καθεστώς του εμπορεύματος∙ γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από πάρα πολλές πλευρές.
Πρώτα-πρώτα, οι σπόροι έχουν μια ισχυρή συμβολική λειτουργία ως πηγή και ελπίδα θρέψης, και υλική ενσάρκωση της ζωτικότητας. Η μετατροπή τους σε εμπόρευμα τροποποιεί τις σχέσεις του ανθρώπινου όντος με την τροφή του και με την πατρογονική του αντίληψη, που ήθελε τη Φύση τροφό. Έπειτα, σε ένα πολύ λιγότερο συμβολικό επίπεδο, η ποσότητα, η ποιότητα και η ποικιλία των σπόρων καθόριζαν ανέκαθεν τη μακρόχρονη επιβίωση των ανθρώπινων ομάδων, κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα παρ’ όλο που έχουμε την τάση να το ξεχνάμε. Τέλος, οι σπόροι μπορεί να αποτελούσαν αντικείμενο ανταλλαγών εδώ και πολλές χιλιετίες, συνήθως σε πολύ τοπικό επίπεδο, αλλά μόλις πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία μετατράπηκαν σε εμπόρευμα και παράγονται με σκοπό την εμπορευματική ανταλλαγή.
Η ιστορία του μετασχηματισμού των σπόρων σε εμπορεύματα θέτει σε πλήρη αμφισβήτηση το νεοκλασικό δόγμα, που υποστηρίζει τη «φυσικότητα» ή «αντικειμενικότητα» των εμπορευμάτων (βλ. την κριτική αυτού του δόγματος από τον Αντρέ Ορλεάν στο Σκέψεις πάνω στα θεσμικά θεμέλια της εμπορευματικής αντικειμενικότητας). Πράγματι, για να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από μια άτυπη ανταλλαγή σπόρων σε μια τυπική αγορά φυτικών ποκιλιών, χρειάστηκε η επινόηση ενός τεχνητού προσδιορισμού του αντικειμένου «σπόροι». Έτσι, η αγρονομική επιστήμη ήρθε να συνδράμει τις ανάγκες της εμπορευματικής οικονομίας, περιχαρακώνοντας την βιοποικιλότητα με όρους ολοένα και πιο ορθολογιστικούς και ακριβείς. Αυτός ο τεχνικός ορισμός των σπόρων συνδράμει καθοριστικά το συντονισμό των παραγωγικών και εμπορευματικών δραστηριοτήτων με τρόπο που δεν έχει καμιά σχέση με τα φυσικά χαρακτηριστικά τους. Για παράδειγμα, μια ποικιλία σπόρων θεωρείται σήμερα «ποκιλία», και ορίζεται ως τέτοια, υπό τον όρο ότι είναι ομοιογενής και δεν παρουσιάζει μεταβολές, τη στιγμή που η μεταβλητότητα αποτελεί ένα βασικό φυσικό χαρακτηριστικό όλων των ζωντανών όντων. Επομένως, ο σπόρος ως εμπόρευμα είναι ένα τεχνητό και κοινωνικά κατασκευασμένο αντικείμενο, που δεν υπάρχει σε φυσική κατάσταση.
Επιπλέον, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίον ορίζεται αυτό το αντικείμενο, δεν είναι καθόλου ουδέτερος. Ο τεχνικός καθορισμός των σπόρων, που δεν έχει άλλο σκοπό πέρα από το συντονισμό παραγωγικών δραστηριοτήτων με άξονα την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα, καθορίζει την επιλογή ενός ορισμένου συστήματος καλλιέργειας και γενικότερα ενός ορισμένου τρόπου ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αυτό που ψάχνουν σήμερα είναι η παραγωγή ποικιλιών που θα παρουσιάζουν τη μέγιστη απόδοση, τη μέγιστη προσαρμοστικότητα στην εκμηχάνιση και τη μέγιστη αντοχή στα χημικά λιπάσματα κι εντονοκτόνα. Επομένως, ο τεχνικός ορισμός των σπόρων καθορίζει μια συγκεκριμένη επιλογή ανάπτυξης και των κοινωνικών σχέσεων που σχετίζονται με αυτήν.
Τέλος, ο τεχνικός καθορισμός των φυτικών και έμβιων ποικιλιών στόχο έχει να επιτρέψει την εγκαθίδρυση ενός συγκεκριμένου συστήματος σαφώς καθορισμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Πράγματι, για τη θέσμιση ενός «συστήματος γενικευμένης αγοράς» (Πολάνυι) απαιτείται η δημιουργία μιας ολόκληρης σειράς νομοθετικών διεργασιών και θεσμών −με την ευρεία έννοια του θεσμού ως «ολικού κοινωνικού γενονότος» (Μως), που περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων, γνωμόνων, αξιών καθώς και συστημάτων ερμηνείας, κωδικοποίησης και κυρώσεων των ατομικών συμπεριφορών.
Η κατασκευή του εμπορεύματος
Μια οικονομία αγοράς εγκαθιδρύεται μόνο από τη στιγμή που κατασκευάζονται και επικρατούν στην πολιτική και νομική σφαίρα οι θεμελιώδεις θεσμικές που της είναι αναγκαίες για να υπάρξει και να λειτουργήσει, όπως για παράδειγμα: συστήματα μέτρων και σταθμών, παραγωγικές νόρμες, ένα νομισματικό σύστημα, δικαιώματα ιδιοκτησίας, εμπορικό δίκαιο, ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών, νομοθεσία για τον ανταγωνισμό, κ.λπ.
Σε ό,τι αφορά ειδικά την κοινωνική κατασκευή του εμπορεύματος, η οποία αποτελεί το πρώτο στάδιο (όχι κατ’ ανάγκη χρονολογικά) για τη συγκρότηση, τη θέσμιση και την εγκαθίδρυση μιας αγοράς, αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας με την εμπορευματοποίηση της Φύσης και του ζωντανού μάς καλεί να διακρίνουμε δυο θεμελιώδεις διαδικασίες, που, και οι δυο μαζί, προσδιορίζουν αυτό που είναι ένα εμπόρευμα.
α. Τυποποίηση ή τεχνικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος
Η πρώτη είναι μια διαδικασία κωδικοποίησης και τυποποίησης −αυτό που αποκαλούμε «τεχνικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος»−, η οποία δεν έχει προκύψει μόνο από τον καταμερισμό της εργασίας και την άκρα εξειδίκευση των δραστηριοτήτων αλλά και για τις ανάγκες λειτουργίας των αγορών. Αυτή η διαδικασία εκφράζεται με την τυποποίηση και τη διαφήμιση των χαρακτηριστικών του πράγματος που προορίζεται για εμπορευματική ανταλλαγή, δηλαδή με την επιδίωξη του μέγιστου εξορθολογισμού και της μέγιστης αποδοτικότητας στην παραγωγή και την ανταλλαγή του. Η διαδικασία αυτή μετατρέπει το «πράγμα» αυτό σε αντικείμενο με ιδιότητες που είναι γνωστές, ή είναι δυνατό να γνωσθούν, αποσπώντας το από τους κοινωνικούς δεσμούς μέσα στους οποίους εγγραφόταν προηγουμένως.
Παραδείγματος χάριν, για να επιτραπεί η παραγωγή και η εμπορική κυκλοφορία σπόρων διαφόρων καλλιεργούμενων ποικιλιών, πρέπει οι ποικιλίες αυτές να είναι καταγεγραμμένες στον επίσημο κατάλογο σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, που έχουν να κάνουν με την ποιότητα και την παραγωγική αποδοτικότητά τους. Οι ανταλλαγές σπόρων που δεν τηρούν αυτούς τους όρους, και κυρίως οι άτυπες ανταλλαγές που έκαναν κατά παράδοση οι αγρότες, κηρύσσονται παράνομες. Αυτό το φαινόμενο τυποποίησης εγγράφεται πλήρως σε αυτό που ο Ζακ Ελλύλ έχει ονομάσει Τεχνική (βλ. Το Τεχνικό Σύστημα) και με αυτή την έννοια, το εμπόρευμα είναι κατά πρώτιστο λόγο ένα τεχνικό αντικείμενο. […]
Η τυποποίηση ενός αντικειμένου που το προορίζουν για εμπόρευμα συνδέεται με το βάθαιμα του καταμερισμού της εργασίας, κάτι που […] συνδέεται ιστορικά στη Δύση με την επέκταση της αγοράς ως κύριου τρόπου ανταλλαγής. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η επέκταση της αγοράς δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτή την τυποποίηση και την κωδικοποίηση των αγαθών. Πράγματι, η αγορά έχει ανάγκη να ανταλλάσσονται πράγματα που έχουν οριστεί με ακρίβεια. Συνεπώς,
- η τεχνική τυποποίηση και η εμπορευματική ανταλλαγή τρέφουν η μια την άλλη
και
- δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το φαινόμενο της εμπορευματοποίησης αν δεν κατανοήσουμε τη διαδικασία της τεχνικής τυποποίησης των αγαθών.
Για τον Ζακ Ελλύλ, αυτό που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα Τεχνική είναι η επιδίωξη της μέγιστης αποδοτικότητας και του μέγιστου εξορθολογισμού των μέσων, δηλαδή «η αναζήτηση του αποτελεσματικότερου μέσου σε όλα τα πεδία και σε όλους τους τομείς» (Το Τεχνικό Σύστημα). Και πραγματικά, από τη βιομηχανική επανάσταση και δώθε είμαστε μάρτυρες μιας τεράστιας κίνησης εξορθολογισμού όχι μόνο στον τομέα της παραγωγής, αλλά και σε αυτόν της ανταλλαγής, της κυκλοφορίας, της διακυβέρνησης, της διανοητικής δραστηριότητας, κ.λπ. «Αυτή η πυρετώδης διεργασία εξορθολογισμού, ενοποίησης και τεχνικού χαρακτηρισμού απλώνεται παντού, από τη θέσμιση κανόνων για την κυκλοφορία του χρήματος και την οργάνωση της οικονομίας, έως τον αυστηρό προσδιορισμό παγκόσμιων μέτρων και σταθμών ή τη ρυμοτομία. Αυτό ακριβώς είναι το τεχνικό έργο, το έργο της Τεχνικής. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε, πως η Τεχνική εκφράζει την αγωνία των ανθρώπων να κυριαρχήσουν πάνω στα πράγματα με μόνο όπλο τη λογική» (Ελλύλ). […]
Αλλά η τυποποίηση αυτή −την οποία συνδράμουν πρόθυμα οι επιστήμονες− συνδέεται στενά με τις ίδιες τις ανάγκες της αγοράς. Ένα σύστημα αγορών δεν μπορεί να συντονίσει αποτελεσματικά τις οικονομικές δραστηριότητες παρά μόνο εφόσον τα ανταλλασσόμενα αγαθά έχουν οριστεί και χαρακτηριστεί με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια […] ώστε να μπορεί κανείς να τους προσδιορίσει μια ορισμένη τιμή και, κυρίως, να ταυτοποιούνται έτσι ώστε να αποτελούν αντικείμενο ενός δικαιώματος αποκλειστικής, ιδιωτικής ιδιοκτησίας, χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατό να υπάρξει εμπορευματική ανταλλαγή. […]
β. Ιδιωτικοποίηση ή νομικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος
Μπορούμε να δούμε την εμπορευματική ανταλλαγή σαν τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός αντικειμένου με αντίτιμο ένα χρηματικό ποσό. Για να υπάρξει εμπορευματοποίηση των σπόρων, πρέπει να έχει θεσμιστεί η ιδιοκτησία τους. Από τις απαρχές της γεωργίας, εδώ και 10.000 χρόνια περίπου, οι σπόροι κυκλοφορούσαν σε όλο τον κόσμο. Αυτή η κυκλοφορία ήταν εμπόριο με τη σύγχρονη έννοια του όρου; Ασφαλώς όχι! Από τη μια μεριά, εκείνη η κυκλοφορία στηριζόταν, όπως όλες οι ανταλλαγές πριν από την εποχή μας, είτε στη λογική της λεηλασίας, είτε στη λογική του δώρου, που ασφαλώς δεν έχουν σχέση με την εμπορευματική λογική. Από την άλλη, μέχρι τον 20ο αιώνα, οι αγρότες πάντοτε βαστούσαν σπόρους από τη συγκομιδή κάθε χρονιάς για να ξανασπείρουν την επόμενη, οπότε δεν χρειάζονταν να προμηθεύονται οπωσδήποτε σπόρους από αλλού. […]
Έτσι, η δεύτερη διαδικασία μέσα από την οποία κατασκευάζεται κοινωνικά ένα εμπορευμα, είναι μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Πράγματι, η εμπορευματική ανταλλαγή μπορεί να υπάρξει μόνο πάνω στη βάση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και επομένως πάνω στη θέσμιση ενός συστήματος δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Η πρόσφατη εμφάνιση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας πάνω στους «γενετικούς πόρους» δεν είναι παρά το προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη ων βιοτεχνολογιών και τη μετατροπή σε εμπόρευμα των γονιδιωμάτων, των μοκροοργανισμών, των φυτικών ποικιλιών, κ.ά. Η εξέλιξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα των σπόρων −που αποτελεί συμπληρωματική συνέχεια στη διαδικασία αποξένωσης των αγροτών από τα παραδοσιακά τους δικαιώματα και στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος τους− δείχνει ξεκάθαρα πόσο σημαντική είναι αυτή η διαδικασία ιδιωτικοποίησης, πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος της για την επέκταση των αγορών και με ποιο τρόπο ακριβώς αυτός ο θεσμός ιδιοκτησίας επιβάλλει ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνικών σχέσεων. […]
Συμπέρασμα
Η μελέτη της ιστορίας των φυτικών ποικιλιών δείχνει ξεκάθαρα, πως ο μετασχηματισμός του σε εμπόρευμα δεν έχει τίποτε το φυσικό ή το αυθόρμητο, αλλά αποτελεί προϊόν μιας θεσμικής κατασκευής, που προϋποθέτει μια διπλή διαδικασία τεχνικής τυποποίησης και νομικής ιδιωτικοποίησης.
Η κατασκευή αυτή
- είναι αποτέλεσμα μιας σύγκλισης των συμφερόντων των βιομηχάνων, των επιστημόνων, των Κρατών και των συνασπισμών ισχύος (πχ. λόμπις), που φτιάχτηκαν για να υποστηρίζουν αυτά τα συμφέροντα,
και
- προσανατολίζεται με άξονα τις κυρίαρχες αξίες και την κυρίαρχη, εμπορευματική ή φιλελεύθερη ιδεολογία, που θεωρεί ότι η αγορά είναι ο καλύτερος μηχανισμός συντονισμού των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Η εμπορευματοποίηση και εκτεχνίκευση της Φύσης έχει σοβαρές κοινωνικές και ανθρώπινες συνέπειες, που δεν έχουμε πλήρως αντιληφθεί ακόμα. Καταρχάς, η εκτεχνίκευση της γεωργίας οδηγεί μονόδρομα στην επιλογή ενός αγροτικού συστήματος που έχει ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες για κεφάλαια, πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί στα τεράστια αγροκτήματα, τιις μεγάλης έκτασης βιομηχανικές αγροκαλλιέργειες, τα μονοπώλια σπόρων και την εκτεταμμένη χρήση φυτοφαρμάκων, σε βάρος των μικρών καλλιεργητών και των οικογενειακών αγροκτημάτων. Το αποτέλεσμα είναι η επέκταση της μονοκαλλιέργειας, η συγκεντροποίηση των καλλιεργειών, η εγκατάλειψη των χωριών και στη συνέχεια η ερήμωση της υπαίθρου, η ομοιομορφία των τοπίων, των τρόπων ζωής και των ηθών, καθώς και μια σειρά επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων. […]
Επιπλέον, η ίδια η επέκταση των μηχανισμών και της λογικής της αγοράς σε ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια της Φύσης επιβάλλει την δημιουργία ακόμα περισσότερων θεσμών τυποποίησης, πιστοποίησης και εξασφάλισης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτό οδηγεί στην επέκταση του πνεύματος της αγοράς πολύ πέρα από την απλή σφαίρα των εμπορευματικών ανταλλαγών −π.χ. στον προσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας προς μια ορισμένη κατεύθυνση, ή την επιλογή ενός ορισμένου αγροτικού συστήματος−, με αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση και την παγίωση όχι μόνο μιας «οικονομίας της αγοράς» αλλά μιας κοινωνίας της αγοράς. […]
Τέλος, οι αξίες που στηρίζουν αυτή τη γενική εξέλιξη εντείνουν την μετατροπή της Φύσης σε ένα άψυχο πράγμα, ανατρέποντας τη σχέση που είχαν μαζί οι άνθρωποι επί αιώνες αιώνων. Ειδικότερα, η ιδεολογία της «γενετικής προόδου», προϊόν αυτής της πραγμοποίησης του ζωντανού, οδηγεί σε μια μηχανιστική και αναγωγιστική αντίληψη των πόρων και της ζωής, μετατρέποντάς τα σε πράγματα που μπορούμε να τα κάνουμε ό,τι μας καπνίσει. Από εδώ γεννιέται μια κενόδοξη αίσθηση παντοδυναμίας, που καταλήγει στην εργαλειοποίηση των διαφόρων μορφών ζωής πάνω στη Γη, από τα γονία και το ανθρώπινο σώμα έως τα ζώα και τα φυτά. Αλλά, παρά τις υλικές προόδους που σημειώνονται από αυτή την ανατροπή, τίποτα δεν βεβαιώνει πως αυτός ο δρόμος οδηγεί πραγματικά σε μια ποιοτική βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης.
Hélène Tordjman, La construction d’une marchandise (2003)
Σημ. του HS Στο κείμενο αυτό η Τορντμάν εξετάζει με αρκετή διεξοδικότητα όλη τη διαδικασία εμπορευματοποίησης ειδικότερα των σπόρων, παραθέτοντας κάμποσα παραδείγματα και στοιχεία της όλης διαδικασίας, που απλώνεται και στο πεδίο της λεγόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Εδώ περιοριστήκαμε να δώσουμε μια μικρή γεύση του εστιάζοντας στην γενικότερη οπτική και τα πορίσματά της, που αφορούν στην «κατασκευή» του εμπορεύματος γενικότερα. Ίσως κάποια άλλη στιγμή καταφέρουμε να μεταφράσουμε και ειδικότερα αποσπάσματα. Καλό τριήμερο!
Την έχετε δει να μας τελειώσουν μελάνια+χαρτιά; Τι σεντόνια είναι τούτα; Αμάν! :-]
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε, και πού να δεις τι ακόμα σε/σας περιμένει! Μάζευε χαρτιά, βρες μελάνια, δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά έρχονται όχι μόνο σεντόνια μα και παπλώματα, και διπλοτριπλοσέντονα! ;-)
ΑπάντησηΔιαγραφή