Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Άγγελος Εξάγγελος

Ούτε το ν’ απαλλαχτείς από ένα χρέος, σε κάνει αυτομάτως πλούσιο∙
ούτε το ν’ αποτινάξεις μια καταπίεση, σε κάνει αυτομάτως ελεύθερο..


Στην προηγούμενη ανάρτηση είχα μιλήσει για το κοινωνικό αδιέξοδο, που φέρνει η αδυναμία να διατυπωθεί απέναντι στα πράγματα ένας λογικά πειστικός και συγκινησιακά παρακινητικός πολιτικός λόγος, ο οποίος θα συλλαμβάνει αυτό που συμβαίνει σήμερα και τις σημερινές δυνατότητες απελευθέρωσης, εάν αυτές υπάρχουν. Θα επιχειρήσω τώρα να εξερευνήσω λίγο περισσότερο το σκοτεινό βυθό αυτής της αδυναμίας, εστιάζοντας στο ουσιαστικότερο γεγονός της σημερινής κρίσης∙ δηλαδή στο ότι η κατάρρευση του πολιτικού λόγου εγγράφεται μέσα σε μια γενικότερη κατάρρευση του Λόγου.

Πράγματι, αυτή η κατάρρευση έγινε πολύ έντονα αισθητή, τουλάχιστον εδώ και δυο δεκαετίες, σε διάφορα επίπεδα και πεδία


• ως κατά πρώτο λόγο «φιλοσοφική» υποτίμηση του Λόγου∙ • ως απαξίωση του λόγου∙ • ως απώλεια της αξιοπιστίας του λόγου∙ • ως καταρράκωση του σεβασμού προς το λόγο∙ και τελικά • ως καταποντισμός της αντίληψης ότι είναι θέμα «τιμής» − προσώπου μέσα στην κοινωνία − η τήρηση των λόγων μας (να είναι «το ναι, ναι και το όχι, όχι») και, επομένως, το να μιλάμε με περίσκεψη και συναίσθηση.

Αλλά η κατάρρευση του λόγου σε ένα πολιτισμό, ο οποίος − ακριβώς επειδή αξίωσε να παρουσιαστεί ως δημοκρατικός − θέλησε να θεμελιώσει την ταυτότητά του στο λόγο, δεν μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα: ότι ο πολιτισμός αυτός έχει εισέλθει οριστικά στη φάση του τέλους του.

Πόσο μπορεί να βαστήξει τούτη η αποσύνθεση, είναι δύσκολο ακόμα και να το υποθέσει κανείς. Και βέβαια τίποτα απολύτως − καμιά «αδυσώπητη πτώση του ποσοστού κέρδους» λ.χ. −, δεν εγγυάται, ότι θα τη διαδεχτεί μια καλύτερη κοινωνία, ένας πιο ανθρώπινος πολιτισμός. Γεγονός πάντως είναι, πως τούτη η κατάρρευση δεν προήλθε από κάποια «έξωθεν», «βαρβαρική» (ή προ-νεωτερική) ας πούμε, επίθεση ενάντια στο κύρος του λόγου. Προήλθε από την «έσωθεν» περιστολή του λόγου στην τεχνική του διάσταση − περιστολή που προχώρησε είτε με το μανδύα του «ρασιοναλισμού», ή της «φυσιοκρατίας», είτε με τη μορφή της «φιλοσοφίας της πράξης», ή με το έμβλημα της «αδογμάτιστης τεχνοεπιστήμης» − και από την καρκινική υπερανάπτυξη αυτής ακριβώς της διάστασης σε βάρος της ολότητας του Λόγου.

Δεν μπορώ να αναφερθώ εδώ στην ιστορική και στην πολιτισμική καταγωγή αυτής της επικράτησης, κατά την οποία το ανθρωπιστικό-δημοκρατικό και το ρασιοναλιστικό-ελιτίστικο ρεύμα της νεωτερικότητας έδωσαν τα χέρια τους στο όνομα του τεχνολογικού μεσιανισμού. Εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμίσω − γιατί νομίζω πως έχει νόημα στις παρούσες συνθήκες − είναι,
• πρώτον, πως αυτό που την έκανε κι εξακολουθεί να την κάνει ασυναγώνιστη, είναι πως στον πυρήνα της φέρνει την υπόσχεση μιας ριζικής απελευθέρωσης: της απελευθέρωσης από τα δεσμά της «μεταφυσικής» χάρη σε μια στροφή προς την «υλική» πραγματικότητα και την «αποτελεσματική» τιθάσευσή της∙
• δεύτερον, ότι αυτή η απελευθέρωση ήταν συνάμα αποτίναξη κάθε υπέρτερου, ποιοτικού κριτήριου (όπου ποιότητα = αντίσταση στην ποσότητα) και αποκαθήλωση της έννοιας του έσχατου σκοπού στα ανθρώπινα έργα υπέρ μιας ιδέας περί προόδου, στην οποία το περισσότερο θεωρείται πάντα καλύτερο από το λιγότερο, και το γρηγορότερο από το βραδύτερο∙ και
• τρίτον, πως σήμερα, αυτή η επικράτηση, με τη συνδρομή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, έχει επιβάλλει στην κοινωνία την αντίληψη, ότι ο μόνος Λόγος που αξίζει, είναι αυτός που ελαχιστοποιεί και μάλλον μηδενίζει την απόσταση μεταξύ προβλήματος και λύσης. Αλλά ένας τέτοιος «λόγος» στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς λόγος: είναι μάλλον «ρεφλέξ», αυτόματη ανακλαστική απόκριση σε ένα ερέθισμα − όσο ευτελές, ή γελοίο, κι αν ακούγεται έτσι ξεκάθαρα ειπωμένο…

Πρόκειται σαφώς για μια τρομερά επικίνδυνη εξέλιξη. Όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον:
• Επικίνδυνη, επειδή όταν ιδανική θεωρείται η αυτόματη-ανακλαστική απόκριση στα ζητήματα, τότε η σύλληψη των προβλημάτων στο βάθος και στην ολότητά τους − δηλαδή στη διάστασή τους εκείνη, που είναι η διάσταση όλων των σοβαρών ανθρώπινων ζητημάτων − δεν είναι πια ούτε δυνατή, ούτε κι επιθυμητή… με αποτέλεσμα την κατακόρυφη κοινωνικοπολιτική άνοδο της διαχειριστικής αντίληψης (και των διαχειριστών), η οποία πριμοδοτεί την ενασχόληση με μυριάδες λεπτομέρειες, πνίγοντας τη ζωντάνια, τη δημιουργικότητα κι έτσι και την αποφασιστικότητα σε κάθε τομέα.
• Επικίνδυνη επίσης, επειδή ο μηδενισμός της απόστασης μεταξύ προβλήματος και λύσης, στο επίπεδο της κοινωνικής και της πολιτικής σχέσης μεταφράζεται ως μηδενισμός της απόστασης μεταξύ ερώτησης και απάντησης∙ δηλαδή σαν εκμηδενισμός του ίδιου του διαλόγου… με αποτέλεσμα την απολυταρχία των έτοιμων απαντήσεων, που προσφέρουν οι στατιστικές και οι αλγόριθμοι, και την επί της ουσίας κατάργηση του δημοκρατικού πολιτικού momentum της κοινωνίας (την οποία, μεταξύ άλλων, ονειρεύτηκαν και πλήθος επαναστατικές ουτοπιστικές λατρείες διαφόρων ειδών «αμεσότητας»).
• Επικίνδυνη ακόμα, επειδή υπονομεύει το μέλλον στο βαθμό που, με σημαία τον απελευθερωτικό πυρήνα της, έχει κατασκευάσει ένα περιβάλλον, ένα τεχνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο τώρα πια ζει − και επομένως σκέφτεται − η μέγιστη πλειοψηφία των σύγχρονων ανθρώπων και το οποίο επαναφέρει διαρκώς τη σκέψη μας στις ράγες του τεχνικού πνεύματος, όποτε αποτολμάει να εκτροχιαστεί.
• Επικίνδυνη όμως κυρίως, επειδή αφήνει χωρίς ποιοτικό κριτήριο και επομένως έκθετο το κεντρικό θεμέλιο της κοινωνίας, που είναι η έννοια του δικαίου και η δικαιοσύνη. Αυτό θα είναι το θέμα της επόμενης ανάρτησής μου … που ελπίζω να μην καθυστερήσει όσο κι αυτή εδώ!


Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Ψυχικές Παρεκτροπές μέσα σε Συνθήκες Κοινωνικής Κρίσης

Όταν το κέντρο της εκάστοτε κοινωνίας δέχεται ένα ισχυρό κλονισμό, τότε όπως η πέτρα πού πέφτει στη ήσυχη λίμνη, κύκλοι αναταραχής εμφανίζονται σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Οι κεντρικοί θεσμοί της κοινωνίας είναι οι πρώτοι πού πλήττονται, ο πνευματικό κόσμος και η κεντρική πολιτική σκηνή με τα κόμματα της. Μετά ακολουθεί η αγορά και το χρήμα. Όταν όμως ο κλονισμός ακουμπήσει τα άτομα της κοινωνίας ,τότε όλοι αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει κρίση .


Η κοινωνική κρίση στη Ελλάδα ,πού σήμερα εμφανίζεται σαν οικονομική κρίση, σαν κρίση δηλαδή αγοράς και χρήματος , είναι μια κρίση πού έχει εκδηλώσει τα συμπτώματα της, τουλάχιστον από την περίοδο του 1985 και εντεύθεν . Κυρίως έχει να κάνει , κατά την γνώμη μου , με τρεις παράγοντες:


Α. Ο κοινωνικός αέρας αλλαγής πού έφερε η πτώση της χούντας ,δεν μπόρεσε να αποδώσει ότι υποσχόταν ,κυρίως ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας . Οι δυνάμεις πού εμφορούντο από αυτόν τον αέρα δεν κατόρθωσαν πολιτικά να τον μετουσιώσουν σε κάτι συντελεστικά διαφορετικό. Αντιθέτως τον εξαργύρωσαν μέσα στη στειρότητα μιας πολιτικής σκηνής ,πού σαν μοναδικό της μέλημα είχε, να εξαλείψει από αυτόν τον αέρα οτιδήποτε επικίνδυνο είχε για αυτήν.
Β. Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία σε συμφωνία με την πολιτική της ηγεσία, εγκατέλειψε σταδιακά οποιαδήποτε προοπτική ουσιαστικής ανάπτυξης σε οποιοδήποτε επίπεδο -πνευματικό,κοινωνικό ,πολιτικό, οικονομικό - ενστερνιζόμενη ολοσχερώς μια ευρωπαϊκή προοπτική επιχορηγήσεων και δεσμεύσεων , πού επί της ουσίας την εγκλώβισαν σε μια χρόνια μαλάκυνση όλων των δημιουργικών της προοπτικών.
Γ. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αναγνωρίσει πλέον ποιο είναι το κέντρο με βάση το οποίο κατευθύνει τις δημιουργικές της δυνάμεις .Εγκλωβισμένη ανάμεσα σε μια Ευρώπη πού έχει παραδώσει τον εαυτόν της στη τεχνολογική ανάπτυξη και την λογική μιας αντι-ανθρώπινης αγοράς και σε μια Ανατολή πού δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν θα ακολουθήσει το όραμα ενός θεοκρατικού κράτους ,η ελληνική κοινωνία μοιάζει να μην έχει καμιά έμπνευση σε τι να στραφεί. Κυρίως ,όμως , φαίνεται να μην μπορεί να παράγει τίποτα πλέον, ούτε στο πνευματικό αλλά ούτε στο υλικό κόσμο.


Οι πνευματικές δυνάμεις της Ελλάδας μοιάζουν να βρίσκονται σε μακάριο ύπνο και όταν κάποια στιγμή ξυπνούν, μοιάζουν να μωρολογούν , αναζητώντας άλλοθι σε μια ένδοξη αρχαιότητα . Η εσωτερική κρίση λοιπόν της ελληνικής κοινωνίας αφού για χρόνια εξάντλησε όποιο στεγανό την κρατούσε μακριά από τα άτομα πού την απαρτίζουν, έσκασε με μεγαλοπρέπεια και με τον μανδύα της οικονομικής κρίσης και έχει ταράξει την ψυχή και την τσέπη. Οι άνθρωποι,όντας αποξενωμένοι από την ψυχή τους ,εστίασαν την κρίση στο αποτέλεσμα ,πού είναι η οικονομική ανέχεια.


Παρ’ όλα αυτά όμως δεν παύει να είναι κρίση .Αν προσθέσουμε σε αυτό ότι δεν φαίνεται να έχουμε ορατά όπλα να την αντιμετωπίσουμε , το πρόβλημα θέλει σκέψη για να βγει από την στενωπό που περνά.


Το πρώτο ψυχικό σύμπτωμα των ανθρώπων της κοινωνίας μας, από την στιγμή πού έχει γίνει ορατή η κρίση, είναι ο παντοδύναμος φόβος . Ο φόβος ,γενικά, εκδηλώνεται την στιγμή πού ο άνθρωπος χάνει τη βεβαιότητα ότι μπορεί να ελέγξει την εξέλιξη της ζωής του. Είναι ένα αίσθημα πού κυριολεκτικά συνοδεύει το ανθρώπινο πλάσμα σε όλη την ιστορία του. Συνηθίζει να κρύβεται πίσω από τα ψεύτικα πέπλα της ανθρώπινης ψευδαίσθησης ότι ελέγχει την ζωή της και ξεπροβάλλει αρχοντικά όταν τα πέπλα αυτά διαρρηγνύονται κυρίως από την φθαρτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης . Ο φόβος σε συνθήκες κρίσης συνήθως άπτεται του κινδύνου πού προκύπτει από την αδυναμία να επιβιώσεις μέσα σε ένα κόσμο που στροβιλίζεται από δυνάμεις υπέρτερες. Δυνάμεις πού μπορούν να ελέγξουν αν θα έχεις ή όχι δουλειά ,άρα και χρήματα για να επιβιώσεις .Είναι φόβος πού προκύπτει από την βαθιά πεποίθηση του ανθρώπου ότι τελικά δεν μπορεί να ποντάρει πουθενά αλλού παρά μόνο στον εαυτό του και ότι αυτός ο εαυτός στη προκείμενη στιγμή είναι αδύναμος .

Ο συγκεκριμένος τύπος φόβου προκύπτει από την βεβαιότητα ότι η κοινωνία δεν είναι το κύτταρο πού θα φροντίσει τα μέλη της σε συνθήκες κρίσης ,αλλά και ότι το άτομο έχει αποκόψει τις οργανικές του επενδύσεις μέσα στη κοινωνία. Η κοινωνία και το άτομο βρίσκονται σε μια σχέση χρήσης και όχι αγάπης και φροντίδας. Σε τέτοιου είδους κοινωνίες ο φόβος μπορεί να είναι ένα έναυσμα για μια άλλου τύπου συνειδητοποίηση πού να σπάσει τα στενά όρια της χρήσης και από τα δύο μέλη . Αν ο φόβος παραμείνει στα αυτιστικά του πλαίσια ,δίνει μια παράλληλη ψυχική παρεκτροπή στα άτομα .Την ανάγκη να βρεις κάποιον η κάποιους και να τους αποδώσεις ευθύνες για την κατάσταση πού έχεις περιπέσει.

Συνήθως αυτή η παρεκτροπή επειδή στερείται διαύγειας και διακατέχεται από σύγχυση, στρέφεται στους πιο αδύναμους αυτής της κοινωνίας . Παλαιότερα η κοινωνία θυσίαζε κάποιο μέλος της –ανάπηρο, υπερβολικά άσχημο-με σκοπό να άρει το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιπέσει. Σήμερα ,η τηλεόραση στρέφει την μήνη του κόσμου σε διάφορες κοινωνικές ομάδες – δημοσίους υπαλλήλους ,συνδικαλιστές υψηλά αμειβόμενους - καθιστώντας τους υπεύθυνους τάχα για το ρεζιλίκι της οικονομίας .


Ο θυμός και η κακία είναι επίσης δυο παρεκτροπές πού παρατηρούνται τις μέρες μας . Θυμός γιατί φαίνεται να μας έχουν πιάσει κοιμώμενους μακαρίως τον ύπνο μιας ζωής δίχως νόημα και περιεχόμενο αλλά κυρίως κακία γιατί όσα μας έταξαν ,όσοι ανέκαθεν μας εξαπατούσαν συνειδητά, αποδείχτηκαν φρούδες ελπίδες και όνειρα στη πτώση ενός κοινωνικού μοντέλου ζωής πού δεν έχει ιερό και όσιο.


Η πορεία στη σκοτεινή νύκτα της ψυχής πού βιώνει κρίση ,δεν θα μπορούσε να μην περιπέσει σε απογοήτευση. Μια ψυχική παρεκτροπή πού σε καθηλώνει όχι μόνο στο να αντιδράσεις αλλά και να σκεφτείς με ψυχραιμία στο πώς θα ανταπεξέλθεις στα δύσκολα πού έχεις βρεθεί. Η απογοήτευση έχει καταντήσει κοινωνικό σπορ στις μέρες μας ,ανεβάζοντας τα ποσοστά των ανθρώπων πού αυτοκτονούν, αλλά και των ανθρώπων με εμφανή συμπτώματα κατάθλιψης.


Οι άνθρωποι, καθημερινά , βιώνουν με βουβό τρόπο την πληθώρα αυτή των αρνητικών ψυχικών παρεκτροπών ,μολύνοντας την ψυχή τους και φλερτάροντας αναπόφευκτα με την προοπτική να αρρωστήσουν . Στατιστικά έχει παρατηρηθεί ότι σε ανάλογες περιόδους οι αρρώστιες αλλά και πρόωροι θάνατοι από υπερβολικό άγχος και πίεση ανεβάζουν τα ποσοστά τους . Το εντυπωσιακό είναι ότι παρόλο πού λίγο ως πολύ αυτά είναι γνωστά ,όλοι κάνουμε σαν να μην υπάρχουν . Συμπεριφερόμαστε σαν να ελέγχουμε τα πράγματα και όχι σαν να έχουμε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Βυθιζόμαστε στη επιβίωση ,ξεχνώντας όλο και πιο πολύ τι θα μπορούσε να σημαίνει το να ζούμε πραγματικά. Σε λίγο θα το ξεχάσουμε ολοσχερώς ,πνιγμένοι μέσα σε οικονομικούς δείκτες και τρομολαγνικές ανακοινώσεις για περισσότερες περικοπές εισοδημάτων . Είναι το τίμημα πού πληρώνουμε ,για όλα εκείνα πού αφήσαμε να περάσουν, δίχως να αντιδράσουμε .


Αυτό πού απαιτείται όμως αυτή την στιγμή , δεν είναι να συμβάλουμε στη περαιτέρω εξαθλίωση μας ,αλλά να ξανασυναντήσουμε το όραμα μας για μια ζωή με νόημα και περιεχόμενο, μια ζωή αλληλέγγυα και με πνεύμα . Μια ζωή πού να μπορεί να έχει χιούμορ και εφευρετικότητα . Μια ζωή πού κεντρικό της στοιχείο να είναι η αγάπη και η κατανόηση και όχι η εμπάθεια και το συμφέρον . Μια ζωή πού να είναι αντάξια του ανθρώπου.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...