Αμέσως μετά την ανάρτηση με το απόσπασμα από τον Σεστώφ, έλαβα από εκλεκτό φίλο, που δεν τον έχει διαβάσει, την εξής ζουμερότατη επισήμανση: «Σεβαστή, σεβαστότατη η άποψη του Σεστώφ. Αλλά μπορούμε να διαβάσουμε κι αλλιώς την αναζήτηση του αναλλοίωτου πίσω από την ακατάπαυστη τροπή: Η πλατωνική εμμονή μπορεί να αναχθεί στην αγωνία και έγνοια να κρατηθεί από κάπου η Πόλις, τώρα που το γίγνεσθαι έχει υποστραφεί σε απογίγνεσθαι και άνθρωποι και θεσμοί αποσυντίθενται. Μήπως πολιτικό δεν είναι το σημαινόμενο; Γιατί ο Πλάτων θαυμάζει την Σπάρτη; Επειδή φαινόταν να έχει λυμένο το πρόβλημα (που βέβαια δεν το είχε)».
Η καταπληκτική αυτή πάσα μέσα στη μικρή περιοχή του δοξασμένου φιλοσοφικού Μαρακανά δεν έπρεπε να μείνει ανεκμετάλλευτη. Μπροστά μας άνοιγε και πάλι ένα πραγματικό ντέρμπι. Αμέσως δόθηκε εντολή στον Σεστώφ να περάσει μπροστά, με την ευγενή ελπίδα να δημιουργήσει φάση ή, όπως προτιμάμε εδώ, κατάσταση. Είχε αρκετή πείρα ο παίκτης, αφού λίγες παραγράφους μετά από εκείνη που δημοσιεύσαμε, είχε γράψει:
«Η εμφάνιση του Σωκράτη στον φιλοσοφικό ορίζοντα χαιρετίστηκε από όλους τους ιστορικούς σαν ένα κορυφαίο γεγονός. Καθώς εκείνα τα χρόνια τα ήθη είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν, η Αθήνα κινδύνευε σοβαρότατα να καταρρεύσει. Αποστολή του Σωκράτη ήταν να τερματίσει αυτή τη βίαιη ταλάντευση των ηθικών κριτηρίων, που παλινωδούσαν μεταξύ του άκρατου ατομικισμού από τη μια και του σχετικισμού των Σοφιστών από την άλλη. Ο μέγας αυτός διδάσκαλος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Εγκατέλειψε τις καθημερινές ασχολίες του και την οικογένειά του, έπαψε να σκέφτεται για την επαύριο κι άρχισε να διδάσκει, να διδάσκει, να διδάσκει -τους πάντες: τους απλούς ανθρώπους όσο και τους εξέχοντες, τους σοφούς και τους ανόητους, τους αδαείς και τους μορφωμένους εξίσου.» (Στα σύνορα της ζωής, μέρος Α΄, §39).
Καλύτερη υποδοχή της μπάλας δεν θα μπορούσε να υπάρξει! Και πού να δείτε τη συνέχεια:
«Κι ωστόσο, δεν μπόρεσε να σώσει την πατρίδα του. Υπό τον Περικλή, η Αθήνα ανθούσε και χωρίς τη σοφία του Σωκράτη. Μετά τον Περικλή, παρ’ ό,τι η διδασκαλία του Σωκράτη συνεχίστηκε από ένα τόσο ιδιοφυές πνεύμα σαν τον Πλάτωνα, η Αθήνα δεν σταμάτησε να παρακμάζει με ταχείς ρυθμούς και ήδη ο Αριστοτέλης υπήρξε διδάσκαλος του υιού του Φίλιππου του Μακεδόνα. Η σοφία του Σωκράτη λοιπόν δεν μπόρεσε να σώσει την πατρίδα του∙ κι εφόσον αυτή ήταν η κυριότερη αποστολή του, πρέπει να παραδεχτούμε πως απέτυχε και επομένως δεν δικαιολογείται ο υπέρμετρος σεβασμός που κατά παράδοση τον περιβάλλει».
Σκληρά λόγια, κόβουν την ανάσα... Ο διαιτητής αμφιταλαντεύεται. Όμως μισό λεπτό∙ ακούστε πώς συνεχίζει ο βιρτουόζος Σεστώφ:
«Είναι επομένως απαραίτητο να βρούμε κάποια άλλα κριτήρια δικαίωσης της φιλοσοφίας από το αν καταφέρνει ή όχι να σώσει την πατρίδα. Αυτό δεν θα ήταν δύσκολο, όμως πρέπει να εγκαταλείψουμε το αγαπημένο τέχνασμα των φιλοσόφων, που εξαρτούν το λόγο ύπαρξης μιας φιλοσοφίας από αν συντείνει στην ευημερία της κοινωνίας. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό το τέχνασμα είναι παρακινδυνευμένο. Κατά κανόνα, η σοφία και η κοινωνία ακολουθούν η καθεμιά το δικό της δρόμο. Η διάρθρωση μεταξύ τους είναι τεχνητή. Την κατασκευάζουν οι Ρήτορες, οι οποίοι έχουν γυμνάσει τόσο τις μάζες όσο και τους φιλοσόφους έτσι ώστε να θεωρούν [οι μάζες και οι φιλόσοφοι] ως άξια λόγου μόνο εκείνα τα ζητήματα που δεν αφήνουν τίποτε απ’ έξω και καλύπτουν όλες τις όψεις: και τα ζητήματα κοινωνικής ωφέλειας, και τα θέματα ηθικής, ακόμα και μεταφυσικής σοφίας... Αλλά γιατί όλο αυτό; Δεν αρκεί ένα καινούργιο πρόταγμα να αποδειχτεί χρήσιμο; Γιατί πρέπει σώνει και καλά έχει και την έγκριση της ηθικής και της μεταφυσικής; Από τη στιγμή που οι νόμοι της ηθικής είναι αυτόνομοι κι από τη στιγμή που οι ιδέες επιτρέπεται να στέκονται πάνω από τις εμπειρικές ανάγκες της ανθρωπότητας, δεν είναι δυνατόν να βάλουμε στην ίδια ζυγαριά τις ιδέες και την ηθική με τις ανάγκες της κοινωνίας, ακόμα και με τη σωτηρία της πατρίδας από την καταστροφή. Pereat mundus, fiat philosophia [Ας φιλοσοφούμε, ακόμα κι αν χαθεί ο κόσμος]. Ακόμα κι αν η Αθήνα είχε καταστραφεί εξαιτίας της φιλοσοφίας, αυτό δεν θα έπρεπε καθόλου να είναι επιχείρημα εναντίον της φιλοσοφίας. Έτσι θα έπρεπε να σκέφτεται ο αυτόνομος στοχαστής. Αλλά de facto, ο στοχαστής δεν αγαπά να φιλονικεί με την πατρίδα του.» (στο ίδιο)
Εδώ είναι απαραίτητο να λάβω το λόγο πριν δημιουργηθεί μελέ. Αυτές οι επισημάνσεις του Σεστώφ πρέπει οπωσδήποτε να κατανοηθούν μέσα αφ’ ενός
1) στο αντιχρησιμοθηρικό ορίζοντα της σκέψης του: Εγγράφονται σε μια εναντίωση στο ωφελιμιστικό πνεύμα −εκείνο το πνεύμα που, μεταξύ άλλων, απαξιώνει την τέχνη όποτε δεν θεωρεί ότι αυτή εξυπηρετεί κάποια συγκεκριμένη κοινωνική χρησιμότητα, ή έχει καταγγείλει το μοναχισμό σαν “καταφύγιο τεμπέληδων καταστροφέων της πατρίδας”. Θυμίζω εδώ, ότι σύμφωνα με τον αντιχρησιμοθηρικό στοχασμό, ο ωφελιμισμός καταστρέφει στη ρίζα της την πηγή από την οποία αναβλύζει η ζωή και ο ίδιος ο πολιτισμός, και η οποία [πηγή] δεν έχει να κάνει με την στενή επιδίωξη του επωφελούς αλλά με αυτό που ο Χουιζίνγκα (Homo Ludens) αποκαλεί “παιχνίδι”, ο Γιόρν “φαντασιακό”, ο Καστοριάδης “φαντασιακό” επίσης, ο Μάρσαλ Σάλινς “ειδοποιός ανθρώπινη δημιουργία ενός σημαίνοντος σχήματος”, και κάμποσοι άλλοι σπουδαίοι παίκτες με διάφορους τρόπους, για να υπογραμμίσουν (συχνά με ακρότητα ανάλογη της χρησιμοθηρικής ιδεολογίας) την ελευθερία στο γλυπτό “φύση+ελευθερία”, το οποίο θεμελιώνει μεταφυσικά κάθε κοινωνία∙
και αφ’ ετέρου
2) στο κεντρικό άξονα, ή καλύτερα αγωνία, όλης προβληματικής του −αξοναγωνία συναφή με την εναντίωση στη χρησιμοθηρεία−, που δεν είναι άλλος από το πρόβλημα, ή μάλλον ντέρμπι, ανάμεσα στην «Πίστη» και τη «Λογική. Ας μην υπάρχει καμιά αμφιβολία: Ο Σεστώφ εναντιώνεται στην κυριαρχία της Λογικής (Reason). Θεωρεί ότι μέσω αυτής ο άνθρωπος ανύψωσε τον εαυτό του σε θεό και πήρε παραμάζωμα τα πάντα.
Εδώ λοιπόν εντάσσεται η εναντίωση του Σεστώφ στον πλατωνισμό και νομίζω πως, για να ζήσουμε εντονότερα την αγωνία του αγώνα, αξίζει να δούμε τι λέει για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στο δοκίμιό του Η νύχτα της Γεσθημανής | Δοκίμιο για τη φιλοσοφία του Πασκάλ (1929) − ένα νιστεϊκά ποιητικό δοκίμιο όπου (το λέω πάάάάρα πολύ χοντρικά) υποστηρίζει τον Πασκάλ κατά του Καρτέσιου. Ορίστε:
«[…] Ο Πασκάλ, που επιθυμεί να συνδεθεί με τον Άγιο Αυγουστίνο, επαναλαμβάνει τη σκέψη του διατυπώνοντάς την διαφορετικά. Π.χ.: “Δεν υπάρχει τίποτα πιο σύμφωνο με τη Λογική από αυτή την ίδια την αποκήρυξη της Λογικής”. Ή: “Δυο ακρότητες: Να αποκλείεις τη Λογική∙ και να μη δέχεσαι τίποτε άλλο πέρα από τη Λογική”. Κι ακόμα, λες κι ήθελε να προκαλέσει τον εαυτό του: “Το ακραίο πνεύμα κατηγορείται για παραφροσύνη, σαν το ακραίο ελάττωμα. Μόνο η μετριότητα θεωρείται καλή. Όποιος αποκηρύσσει τη μέση οδό, είναι σαν να αποκηρύσσει την ίδια την ανθρωπότητα”.
Όταν ο Μονταίνιος διακηρύσσει ιδέες σαν ετούτη εδώ: “Κρατηθείτε στον κοινό δρόμο”, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μιλάει όπως το επιτάσσει η φύση. Η “φιλοσοφία” του Μονταίνιου, όπως το παραδέχεται κι ο ίδιος ειλικρινώς, δεν είναι παρά ένα απαλό προσκέφαλο που βοηθάει ένα βαθύ ύπνο. Εκλέχτηκε από τον ίδιο το Θεό για να υμνήσει την “μεσότητα”, που είχε κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα ο ίδιος ο πατέρας της “επιστημονικής” φιλοσοφίας, ο Αριστοτέλης. Μα ο Πασκάλ δεν θέλει να κοιμηθεί και δεν θα κοιμηθεί: τα πάθη του Χριστού δεν θα τον αφήσουν να κοιμηθεί ίσαμε το τέλος του κόσμου. Μπορεί άραγε η Λογική να επικυρώσει, ή τουλάχιστον να δικαιολογήσει, μια τόσο παράλογη απόφαση;
Ο Λόγος|Λογική δεν είναι παρά η ενσάρκωση της “χρυσής μέσης οδού” και ποτέ, σε καμμιά περίπτωση, δεν θα παραιτηθεί οικειοθελώς. Μπορεί μόνο να εκθρονιστεί δια της βίας. Ποτέ δεν μπορεί να πειστεί με επιχειρήματα να παραιτηθεί, ούτε γίνεται ποτέ να αποδειχτεί στη Λογική ότι πρέπει να παραιτηθεί, διότι η Λογική αυτή καθεαυτή είναι από τη φύση της η μόνη πηγή κάθε απόδειξης. Ό,τι κι αν λέει ο Αυγουστίνος, εκείνο που η Λογική απεχθάνεται περισσότερο απ' όλα, είναι να παραχωρεί τα κυριαρχικά δικαιώματά της στον θανάσιμο εχθρό της, την Πίστη.
Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό βρίσκεται στην περίφημη διαμάχη ανάμεσα στον Αυγουστίνο και τον Πελάγιο, και η οποία χρησίμευσε σαν αφετηρία στις αναζητήσεις του Πασκάλ. Τι επιζητούσαν οι Πελαγιανοί; Ένα μονάχα πράγμα: να συμφιλιώσουν την Πίστη με τη Λογική. Αλλά καθώς αυτή η συμφιλίωση δεν μπορεί να είναι κάτι το γνήσιο, στο τέλος βρέθηκαν αναγκασμένοι να υποτάξουν την πίστη στη λογική. Η κύρια θέση τους είναι η εξής: “Ό,τι αποδεικνύει η λογική, δεν μπορεί να το διεκδικήσει η πίστη”. Με τούτο το αξίωμά τους, οι Πελαγιανοί δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνουν το πόρισμα της ελληνικής φιλοσοφίας, ή μάλλον ολόκληρης της ανθρώπινης φιλοσοφίας, που για πρώτη φορά στην Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με το μοιραίο δίλημμα: Τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος; Να εμπιστευτεί την αναλλοίωτη Λογική, που βρίσκεται εντός του και που βαστάει μέσα της τις αιώνιες αλήθειες, ή να ανάγνωρίσει μια δύναμη που βρίσκεται πάνω από τη Λογική, μια ζώσα και επομένως απρόβλεπτη και ιδιόρρυθμη δύναμη (αφού ό,τι είναι ζωντανό, είναι απρόβλεπτο και ιδιόρρυθμο);
Όταν ο Πλάτωνας δήλωνε ότι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να βρει τον άνθρωπο, είναι να γίνει μισόλογος [ελληνικά στο κείμενο του Σεστώφ], έλεγε κιόλας αυτό που έμελλε να διδάξει αργότερα ο Πελάγιος. Τη θεση αυτή την κληρονόμησε από τον μεγάλο κι ασύγκριτο διδάσκαλό του, τον Σωκράτη. Κι όχι μόνον αυτός. Όλες οι σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας πήρανε την ίδια κληρονομιά από τον Σωκράτη: Μην εμπιστεύεστε τίποτα και κανέναν` το καθετί μπορεί να μας απατά` μόνο η λογική δεν μας εξαπατά, μόνο η λογική μπορεί να τερματίσει την ανησυχία μας, να μας δώσει ένα στέρεο έδαφος, μια βεβαιότητα» (Η νύχτα της Γεσθημανής)
Αχαχούχα! Ο παίκτης έκρυψε τη μπάλα! Μια ανάσα. Υπενθυμίζω ότι σημαντικότερο έργο του Σεστώφ θεωρείται το Αθήνα και Ιερουσαλήμ. Ο νοών νοήτω. Ξανά στο παιχνίδι:
«Η αλήθεια είναι πως ούτε ο Σωκράτης ήταν τόσο αρραγής όσο συνηθίσαμε να πιστεύουμε. Σε ορισμένες σημαντικές και μάλιστα πολύ σημαντικές περιστάσεις της ζωής του, αρνήθηκε να υπακούσει τη Λογική, και άκουσε μόνο τη φωνή ενός μυστηριώδους όντος, που το ονόμαζε “δαίμονά” του. Άλλωστε, ποτέ δεν το έκρυψε αυτό. Είναι επίσης αλήθεια, ότι ούτε ο Πλάτωνας ήταν τόσο συνεπής. Ήταν μάλιστα, αναλογικά, λιγότερο συνεπής στη λογική από τον Σωκράτη. Η φιλοσοφία του πάντοτε συνορεύει με τη μυθολογία και συχνά συγχέεται μαζί της. Αλλά η “ιστορία” δεν δέχτηκε τον δαίμονα του Σωκράτη και αποκαθάρισε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα από τους μύθους της. Το μέλλον ανήκε από τη μια μεριά στον Αριστοτέλη κι από την άλλη στους Στωϊκούς, αυτούς τους στενόμυαλους μαθητές του Σωκράτη, που με τη στενότητά τους ήταν περισσότερο αρεστοί στην ιστορία και που με αυτό τον τρόπο κατόρθωσαν να μονοπωλήσουν βαθμιαία το νου του σκεπτόμενου ανθρώπου.
Οι Στωϊκοί πήραν από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα μόνον ό,τι είναι δυνατόν να αντλήσει κανείς από αυτούς για να υπερασπίσει τη Λογική. Και πάντα το κύριο επιχείρημά τους ήταν εκείνο που ο Σωκράτης, ο πιο σοφός και κυριολεκτικά θεοποιημένος άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, ανέπτυξε μερικές ώρες πριν από τον θάνατό του: Το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να σταθεί στον άνθρωπο, είναι να γίνει μισόλογος. [...]
Μπορούμε μάλιστα να πούμε, πως ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που κατόρθωσε να σηκώσει στους ώμους του και να διασώσει την αντικειμενική και αυτόνομη Λογική. Γιατί ο Αριστοτέλης είναι εκείνος που δημιούργησε τη θεωρία της “μεσότητας”, αυτός είναι που δίδαξε τους ανθρώπους τη μεγάλη αλήθεια, ότι αν θέλουμε να διαφυλάξουμε ακέραια τη Λογική, δεν πρέπει να την κουράζουμε με ερωτήσεις που υπερβαίνουν τις δυνάμεις της. Ακόμα περισσότερο: ο Αριστοτέλης είναι εκείνος που έμαθε στους ανθρώπους να θέτουν την οποιαδήποτε ερώτησή τους με τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιβουλεύεται τα κυριαρχικά δικαιώματα της Λογικής. Γιατί αυτός ήταν εκείνος που επινόησε το μύθο (veritatem aeternem), ότι οι ερωτήσεις στις οποίες δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση, είναι ερωτήσεις που ουσιαστικά στερούνται νοήματος και κατά συνέπεια είναι ανυπόστατες. Μετά τον Αριστοτέλη και ίσαμε σήμερα, οι άνθρωποι δεν ρωτούν παρά μόνο για τα πράγματα εκείνα που η Λογική τους επιτρέπει να ρωτήσουν. Όλα τα άλλα, είναι για εμάς, όπως και για τους Στωϊκούς, “ουδέν προς ημάς”, αδιάφορα. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος πιο της νέας φιλοσοφίας, που δικαίως θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή του έργου του Αριστοτέλη [σημ. H.S.: εννοεί τον Χέγκελ], δίνει σαν πρώτιστο και απαράβατο καθήκον της Φιλοσοφίας ακριβώς την στωϊκή αδιαφορία απέναντι στα πάντα. […]» (στο ίδιο).
Θα τον κόψει κανείς; Ακάθεκτος τρυπάει την αντίπαλη άμυνα:
«Οι ιδέες που και σήμερα ζούμε, είναι οι ιδέες του Στωικισμού. Το ότι χάνονται άνθρωποι και κόσμοι, βασίλεια και λαοί εκμηδενίζονται ολοκληρωτικά, αυτό είναι αδιάφορον -αρκεί να μην επιβουλεύεται κανείς το βασίλειο του ιδεώδους, όπου άρχουν απολύτως η Λογική και οι νόμοι της.» (στο ίδιο)
Η μπάλα στο ύψος του πέναλτι, και:
«Μπορεί να γίνει αλλιώς; Μπορούμε, μέσα στο πεδίο της φιλοσοφίας, να νικήσουμε τον Στωϊκισμό και να απορρίψουμε τον Πελαγιανισμό; Μπορούμε άραγε, αντιστρέφοντας τη σκέψη του Πασκάλ, να πούμε: ο Κύριος προστάζει πιο επιτακτικά από τη Λογική; Διότι, αν δεν υπακούσεις στη Λογική, θα είσαι ένας ανόητος∙ ενώ παρακούσεις τον Κύριο, θα χάσεις την ψυχή σου.» (στο ίδιο, κεφάλαιο 5).
Καταλαβαίνετε τι τρέχει εδώ, αγαπητοί μου τηλεθεατές; Τα σύμπαντα χάνονται! Κορμιά έχουν πέσει και ήδη βλέπω μαύρα σύννεφα να μας κυκλώνουν. Ένα βουητό υπόκωφο αρχίζει να υψώνεται από τις εξέδρες. Η βροχή δυναμώνει. Ο Χέγκελ, αν διακρίνω καλά, επιχειρεί επιδέξιο τάκλιν. Απεγνωσμένος, ο ρέφερι σφυρίζει «έμμεσο». Υποψιάζομαι ότι ο παίκτης θ’ αλλάξει μπαλιά με τον Σπύρο Κυριαζόπουλο, αν και δεν αποκλείω να τη γυρίσει στον Άσγκερ Γιόρν για να επιχειρηθεί κάποια απρόβλεπτη «κομπίνα».
Η αγωνία έχει χτυπήσει κόκκινο. Είναι λοιπόν ώρα να σας αφήσω για μια επόμενη ανάρτηση. Να δούμε αν το ντέρμπι θα πάει στην παράταση. Γιατί, ω του παράδοξου της πνευματικής συγχρονικότητας, όλα αυτά αναμοχλεύονται σε ώρες που σκεφτόμουν να σας πω δυο λόγια για την φιλία ανάμεσα στον Κ.Σ. Λιούις και τον Τόλκιν, ώρες του Χόμπιτ που περνάμε. Φιλία ουδόλως άσχετη με το ντέρμπι, που μόλις ξεκινήσαμε να περιγράφουμε!
Θα έλεγα πως η χρονιά προμηνύεται ενδιαφέρουσα…
Jon Jon! πλούσιο και χορταστικό το θέαμα με πολλά γκολ! Αναμένουμε τη συνέχεια στη ...Λεωφόρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλή επίθεση! Βάλε σε παρακάλώ τον Asger Jorn στο παιχνίδι μέ την επικουρία του Μέγα Søren Kierkegaard για να δούμε πως η μπάλα καρφώνεται στροβιλιζόμενη ως να ήταν ῾᾽αόρατη῾῾ στα αντίπαλα δίχτυα. Ωραίο!
ΑπάντησηΔιαγραφή