Αν οι ιστορικοί
του μέλλοντος πρόκειται να φτάσουν σε μιά πληρέστερη εξήγηση του τι συνέβη στις
μέρες μας, μέρες σκυθρωπές και αποφράδες,
που έρχονται να κλείσουν τη μεγάλη εποχή που άνοιξε με τις τυμπανοκρουσίες της
Γαλλικής Επανάστασης, νομίζω πως, δίχως να αγνοήσουν ούτε τον πνευματικό, ούτε
τον οικονομικό παράγοντα, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ένα διαφαινόμενο
κίνητρο λιγότερο συνειδητό και λιγότερο βολικά ορθολογικό. Αυτό είναι ο φόβος
της Ελευθερίας.
Ας οριστεί δε σαν φόβος της ελευθερίας η ασυνείδητη φυγή
από το μέγα βάρος της ατομικής ευθύνης που μιά ανοιχτή κοινωνία επιβάλλει στα
μέλη της.(1)
Mιά τέτοια υποχώρηση δεν συντελείται
γρήγορα ή ομοιόμορφα. Ούτε είναι ανώδυνη για τα άτομα. Η άρνηση της ευθύνης σε
κάθε σφαίρα συνεπάγεται πάντοτε μιά οφειλή που πρέπει να πληρωθεί συνήθως με τη
μορφή της νεύρωσης. Ο φόβος της ελευθερίας είναι παρών μέσα στα αυξανόμενα
άλογα άγχη και τις εκδηλώσεις του νευρωτικού αισθήματος ενοχής και της
καταθλιπτικής κρίσης που παρατηρείται στα τελευταία στάδια της υποχώρησης.
Εδώ ενεδρεύει η
μαγική σκέψη και η απολυταρχία.
Η αποτυχία του
ανθρώπινου γένους να αποκτήσει τις συνήθειες που απαιτεί μιά ανοιχτή κοινωνία
οδηγεί έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων
στο συμπέρασμα ότι η ανοιχτή κοινωνία είναι ακατόρθωτη και ότι, συνεπώς, η μόνη
διέξοδος από την οικονομική και πνευματική καταστροφή είναι να επιστρέψουμε όσο
πιο γρήγορα μπορούμε σε ένα κλειστό τύπο κοινωνίας.(2). Κι όλα αυτά παρόλο που
ο σημερινός άνθρωπος έχει διαποτισθεί ως το κόκκαλο από την ιδέα ενός
μελλοντικού σκοπού, ώστε δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα κόσμο από τον οποίο να
απουσιάζει η ελπίδα για βελτίωση και πρόοδο.(3)
Παρόλα αυτά γίναμε
μάρτυρες μιάς βαθμιαίας διάλυσης κάθε πνευματικής συγκρότησης που άρχισε μέσα
στην τάξη των διανοουμένων, αλλά τώρα επιδρά πάνω στις μάζες σχεδόν παντού και
τείνει πλέον να ολοκληρωθεί. Έχουμε δοκιμάσει επίσης μια μεγάλη εποχή
ορθολογισμού, που σημαδεύτηκε από τέτοιες επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις,
που οι προηγούμενες εποχές δεν είχαν καν υποπτευθεί τη δυνατότητά τους, και
που, θεωρητικά τουλάχιστον, θα έφερναν το ανθρώπινο γένος αντιμέτωπο με την
προοπτική μιας κοινωνίας περισσότερο ανοιχτής από οποιαδήποτε έχει γνωρίσει ως
τώρα. Και έχουμε δοκιμάσει επίσης τον αιώνα που μας πέρασε κάτι άλλο- τα
αλάνθαστα συμπτώματα μιας υποχώρησης από αυτή την προοπτική. Μετά την μεγάλη
αισιοδοξία του 19ου αιώνα, όπως είπε ο Μαλρώ, ο δυτικός πολιτισμός άρχισε να
αμφισβητεί τα ίδια του τα διαπιστευτήρια.
Ποια είναι η
σημασία αυτής της υποχώρησης, αυτής της αμφιβολίας? Είναι άραγε ο δισταγμός
πριν από το πήδημα ή η αρχή μιας πανικόβλητης φυγής?
Μπορούμε όμως να
θυμηθούμε πως άλλη μια φορά στο παρελθόν ένας λαός, πολιτισμένος πήρε φόρα για το
πήδημα τούτο-έφτασε ως την άκρη και το αρνήθηκε. Και μπορούμε να εξετάσουμε τις
συνθήκες και τους λόγους αυτής της άρνησης.
Είναι ο ίππος ή ο αναβάτης που δίστασε?
Αυτή είναι πράγματι η κρίσιμη ερώτηση
Προσωπικά πιστεύω
πως ήταν ο ίππος-με άλλα λόγια τα εξωλογικά εκείνα στοιχεία μέσα στην ανθρώπινη
φύση που, δίχως να το ξέρουμε δυναστεύουν μέγα μέρος της συμπεριφοράς μας και
μέγα μέρος αυτού που νομίζουμε πως αποτελεί δική μας σκέψη.
Οι άνθρωποι που
δημιούργησαν τον πρώτο ευρωπαϊκό ορθολογισμό ουδέποτε υπήρξαν-ίσαμε την
ελληνιστική εποχή- «απλοί» ορθολογιστές. Αυτό σημαίνει πως είχαν βαθιά και
εναργή συνείδηση της δύναμης, του θάμβους αλλά και του κινδύνου που έχει το
Παράλογο. Και στην ελληνιστική εποχή πολλοί έκαναν το μοιραίο λάθος να νομίσουν
πως μπορούν να το αγνοήσουν.
Κι εδώ θα ανοίξω
μια παρένθεση πηγαίνοντας δυο χιλιάδες χρόνια πίσω, σε μια άλλη παγκόσμια
κρίση. Και ίσως διαπιστώσουμε ξανά ότι η ιστορία υπακούει σε νόμους όχι σε
καπρίτσια.
Τι έγινε από τους
κλασσικούς χρόνους ως εκείνη τη στιγμή που οι Χριστιανοί έρριξαν κάτω την
πρόσοψη του Αρχαίου κόσμου κι ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχε πίσω της απολύτως
τίποτε-παρά μονάχα ένας ξεθωριασμένος τοπικός πατριωτισμός κι ένα συναίσθημα
αρχαιοπρέπειας? [Γιατί αυτό συνέβη-τουλάχιστον στις πόλεις-ενώ για τους
χωρικούς, τους παγάνους, φαίνεται πως ορισμένες παλιές τελετές εξακολουθούσαν
να έχουν κάποιο νόημα, όπως κάποιες από αυτές εξακολουθούν να διατηρούν κάποιο
νόημα, αλλά μ’ ένα συγκεχυμένο και μάλλον ακατανόητο τρόπο, μέχρι σήμερα]
Ήδη από τον 3ο
αιώνα π.Χ. ο ελληνικός πολιτισμός έμπαινε όχι στην εποχή του Ορθού Λόγου, αλλά
σε μια περίοδο βαθμιαίας πνευματικής παρακμής, που επρόκειτο να διαρκέσει, με
ορισμένες ομαδικές προσπάθειες και ορισμένες εξαιρετικές ατομικές επιχειρήσεις
οπισθοφυλακής, ως την άλωση του Βυζαντίου από τους Τούρκους. Δεκαέξι ολόκληρους
αιώνες ο ελληνικός κόσμος δεν παρουσίασε ποιητή, μαθηματικό, επιστήμονα,
φιλόσοφο ισάξιο των παλαιοτέρων.
Το να καταλάβουμε
τους λόγους αυτής της μακρόχρονης παρακμής, αποτελεί ένα απ’ τα μεγαλύτερα
προβλήματα της παγκόσμιας ιστορίας. Ας ασχοληθούμε όμως εδώ μόνο με μια πλευρά
του, τη πνευματική διάλυση, αυτό δηλαδή που ονομάζουμε με ευκολία, Επιστροφή
στο Παράλογο.
Από τον 3ο
αιώνα και μετά κάνει θραύση η λογοτεχνία που ισχυρίζεται ότι βασίζεται σε θεϊκή
αποκάλυψη, οι αρχαίες δεισιδαιμονίες της Ανατολής και οι φαντασιώσεις του
ελληνιστικού όχλου κερδίζουν τη συγκατάθεση της τάξης των μορφωμένων βρίσκοντας
όλο και λιγώτερη αντίσταση από την πλευρά των διανοουμένων οι οποίοι τελούν υπό
σύγχυση.
Η αστρολογία είναι
ένα από τα πιο συνηθισμένα παραδείγματα. Και όπως λέει ο Murray: «η αστρολογία ενέσκηψε στο ελληνικό πνεύμα καθώς μιά καινούρια αρρώστια
ενσκήπτει σε κάποιο απομακρυσμένο νησιωτικό πληθυσμό».(4) Θα μπορούσαμε
βέβαια να υποθέσουμε πως η διάδοσή της ευνοήθηκε από πολιτικές καταστάσεις: στα
ταραγμένα πενήντα χρόνια πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας, το να ξέρει
κάποιος τι έμελλε να συμβεί ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Πίσω όμως από τέτοιες
άμεσες αιτίες θα μπορούσαμε ίσως να υποπτευθούμε κάτι βαθύτερο και λιγότερο
συνειδητό: έναν αιώνα και περισσότερο το
άτομο είχε βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τη δίκη του πνευματική ελευθερία και
τώρα της έστρεψε τα νώτα και όρμησε να
ξεφύγει από το φρικτό ενδεχόμενο-καλύτερα η άκαμπτη αιτιοκρατία του
αστρολογικού πεπρωμένου παρά το τρομακτικό βάρος της καθημερινής ευθύνης.
Ορθολογιστές όπως
ο Παναίτιος και ο Κικέρωνας δοκίμασαν να συγκρατήσουν την οπισθοχώρηση με
λογικά επιχειρήματα όπως ακριβώς έμελλε να κάνει αργότερα ο Πλωτίνος αλλά χωρίς
αποτέλεσμα. Ορισμένα κίνητρα βρίσκονται πέρα από την εμβέλεια του λογικού
επιχειρήματος.
Δεκαετίες λοιπόν
μετά τον Μαλρώ, εμείς που δοκιμάσαμε στο πετσί μας τις συνέπειες από τους
γάμους του Καπιταλισμού με την Τεχνολογία, γάμοι που αποδείχτηκαν άρρηκτοι,
δυναστευτικοί και σκοταδιστικοί, είδαμε την τεχνολογία, αυτή τη σύγχρονη
μαγγανεία, βασισμένη στον δυναμισμό του καπιταλισμού να τρυπώνει εκεί που
υποχώρησε ο Λόγος και μαζί να καταστρέφουν κάθε συγκρότηση, πρώτα πνευματική
και μετά κοινωνική. Και το να αποκαλώ την τεχνολογία, το καύχημα του κόσμου
μας, σύγχρονη μαγγανεία και να την
αντιστοιχώ με το χάος του παραλογισμού που κατέλυσε τον Αρχαίο κόσμο διόλου δεν
το νοιώθω υπερβολή. Η εκπόρευση της τεχνολογίας από τους νόμους της αγοράς και
το μάρκετινγκ μιλούν για την “μαγεία” του
πράγματος. Τα ξεχαρβαλωμένα gadget-μικρά
μαγικά αντικείμενα- θα κείτονται σαν σκονισμένα αινίγματα μπροστά στους
αρχαιολόγους του μέλλοντος.
Αλλά δεν είναι μόνο η τεχνολογία υπόλογη, ή ακριβέστερα το τεχνικό πνεύμα και ο άπειρος σχετικισμός
που επιφέρει, ούτε ο αρχαίος φόβος για την προσωπική ευθύνη.
Πιστεύω ότι για την άτακτη υποχώρηση των
Δυτικών κοινωνιών και του Λόγου δεν ευθύνεται μόνο ο φόβος της ελευθερίας αλλά
κάτι πρέπει να πήγαινε στραβά και με τον Λόγο. Για την ακρίβεια αυτό που οι
γενιές μας γνώρισαν σαν Λόγο: τον Ορθολογισμό και την αδυναμία του να αποδεχτεί
και να κατανοήσει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης και να τη συμπεριλάβει
στους υπολογισμούς του.
Κατά τη γνώμη μου
λοιπόν αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι να εγκαταλείψουμε τον ορθό λόγο, αλλά να
αναγνωρίσουμε επιτέλους ότι ο ορθός λόγος τους τρεις τελευταίους αιώνες έδρασε
μέσα σ’ ένα πεδίο που δεν αποτελεί την συνολική εμπειρία, ότι εξέλαβε
λανθασμένα το μέρος ως όλο, και επέβαλε αυθαίρετους περιορισμούς ακόμη και στην
ίδια του τη δράση. (5)
Από το πόσο καλά
έχουμε κατανοήσει αυτό το πρόβλημα θα εξαρτηθεί αν στο τέλος θα καταλάβουμε τον
ίππο καλύτερα. Αν καταλάβουμε καλύτερα τον ίππο, θα μπορέσουμε με καλύτερη
εξάσκηση να ξεπεράσουμε τους φόβους του, και ξεπερνώντας τον φόβο, ίππος και
αναβάτης θα κάνουν μιά μέρα το αποφασιστικό πήδημα, και θα το κάνουν με επιτυχία.
Β.Η
[1]
Erich Fromm,
Escape
from Freedom
[2]
W.H. Auden,
Criticism in a Mass Society,
The Mind, 2 (1948). Πρβ.επίσης Walter Lippman, A Preface to Morals, σχετικά με “το βαρύ φορτίο
της πρωτοτυπίας”.
[3] Edwyn Bevan, The Hellenistic Age και σχετικά με τον 3ο αιώνα π.Χ. βλ. Bevan, Stoics and
Sceptics.
[4] Murray ,
Five Stages of Greek Religion
[5]
L.C. Knight, Explorations
Υ.Γ Οφείλω αυτή την ανάρτηση σ’ έναν απλό
–κατά δήλωσή του- καθηγητή των ελληνικών, τον E.R Dodds. Ο ίδιος αναφέρεται κατ’ επανάληψιν στους παραπάνω στο Οι Έλληνες και το παράλογο. Κάποια σημεία
εδώ και εκεί, για να δημιουργήσω ένα ενιαίο κείμενο αλλά και για να προβάλλω
τις απόψεις μου, είναι αναπόφευκτα δικά μου. Όλες οι συγκολλήσεις επίσης έγιναν
με τρόπο τέτοιο ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία -μ’ αυτή τη
δημοσίευση-τίθενται βέβαια σε κρίση.