…όλα τα όνειρα της
ζωής αρχίζουνε στη νιότη.
Η Ελλάδα υπήρξε ένα θαύμα! Ένα θαύμα
για τον εαυτό της και τον κόσμο! Τέχνη, Φιλοσοφία και Πολιτική αποτελούσαν μία
αδιάσπαστη ενότητα.
Το Θέατρο στεκόταν
φρουρός της Δημοκρατίας! Η επιρροή του έφτανε σε τέτοιο βαθμό που κάποιοι
αποφάνθηκαν ότι η Αθήνα ήταν μιά θεατροκρατία.
Οι πολίτες έκλαιγαν και φώναζαν μέσα στα
θέατρα.
Η Φιλοσοφία προσπαθούσε να ρίξει φως σε κάθε
πτυχή της Δημόσιας ζωής και να γιατρεύει τις κρίσεις του ζωντανού οργανισμού
που ήταν η Πόλη. Και μέσα από κάποιες θαυμαστές συζητήσεις αποπειράθηκαν να
ορίσουν το νόημα της ζωής.
Οι πολίτες
συναθροίζονταν για να πάρουν αποφάσεις για κάθε τι, ακόμα και για ειρήνη ή
πόλεμο. Για ζωή ή θάνατο. Ιδιαίτερα μάλιστα τότε. Μεγαλωμένοι με μια παιδεία
λόγου και επιχειρηματολογίας απολάμβαναν τις ηδονές της πολιτικής.
Μολαταύτα η πολιτική ήταν «υπόλογος» σε κάποιου είδους
αυθεντία. Λογοδοτούσε και ελεγχόταν από τους ποιητές και τους
φιλοσόφους, κοντολογίς αυτούς που είχαν κερδίσει μέσα στο Δήμο τη φήμη ότι
είχαν σκεφτεί καλύτερα πάνω στη ζωή.
Επιπλέον τα πάντα
καταγράφηκαν εν πάσει λεπτομερεία: «Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό παρουσιάζει
εδώ τα αποτελέσματα της έρευνάς του, για να μην καταλυθούν από το χρόνο τα έργα
των ανθρώπων».
Και ο Θουκυδίδης ο
Αθηναίος, γνώστης της ανθρώπινης δεινότητας, καταγράφει τα γεγονότα ενός
πολέμου, «γιατί όσα έγιναν μέλλεται να ξαναγίνουν όσο η φύση των ανθρώπων θα
παραμένει ίδια», κρίνοντας ωφέλιμη την εξιστόρησή τους ώστε τα διδάγματά τους
να παραμείνουν ανθρώπινο “κτήμα ες αεί”.
Και το αχνό χαμόγελο ενός εφήβου ή μιάς
κόρης κλεισμένο μέσα στο μάρμαρο κομίζει ως εμάς απ’ τα βάθη του χρόνου μιά
ασύλληπτη σιγουριά. Σιγουριά που προέρχεται από ένα «μόνιασμα του καλλιτέχνη»
με την κοινωνία και ακόμα παραπέρα με τον κόσμο, αδιανόητο στις μέρες μας.
Αλλά υπήρχε και
μια άλλη Ελλάδα, μυστηριακή, τρομώδης και βαθύσκιωτη, χθόνια και υποχθόνια, των
μυσταγωγιών και της έκστασης. Και της κάθαρσης που έρχεται μέσα απ’ το έλεος
και το φόβο.
Ο
Έρως! Ο Θεός! Η Πόλις!
Ύστερα το ιερό πουλί πέταξε μακριά από
το Άστυ.
Οι ποιητές
σιώπησαν. Η πολιτική εγκαταλείφθηκε στη μοίρα της. Δηλαδή στα χέρια των
ισχυρών. Κι όσοι περνούν από την ιερή Ελευσίνα αποστρέφουν το βλέμμα
Η Ελλάδα που υπήρξε
ένα δίκτυο ανεξαρτήτων πόλεων έζησε τη διαίρεση στο εσωτερικό τους, μεταξύ
ελευθέρων και δούλων, και στο εξωτερικό τους, από τον αγώνα τους για
εκμετάλλευση της μιάς από την άλλη. «Στη διαίρεση των Ελληνικών πόλεων και στον
αγώνα τους για επικράτηση εξωτερικευόταν η αρχή του διαχωρισμού που θεμελίωνε
εσωτερικά την κάθε μία τους».
Η Ελλάδα που
ονειρεύτηκε τον καθολικό άνθρωπο χάθηκε μέσα στη δίνη εμφυλίων πολέμων. Δεν
κατάφερε να ενωθεί απέναντι στην εισβολή και νικήθηκε το 146 π.Χ
Έκτοτε επιβιώνει
σαν Τρόπος. Ο Ελληνικός Τρόπος. Επισκιασμένος σήμερα από το Νεοελληνικό κράτος
και τις σύγχρονες συνθήκες ζει ολοένα και πιο αναιμικά και καταφεύγει σε
ανθρώπους που τους προσπέρασε η μαζική εκπαίδευση.
Ο Αστός τρώει! Ο
Αριστοκράτης γευματίζει! Ή δειπνεί!
Στην ορεινή Κρήτη
ακόμα σταυρώνουν το ψωμί πριν φάνε. Στο κολατσιό των τεχνιτών, στο φαΐ των
φτωχών, στο τραπέζι των αγροτών επιζούσε μέχρι πρόσφατα κάτι από τον αέρα μιάς
χαμένης αριστοκρατίας.
Οι Θεοί έφυγαν από
την Ελλάδα ακολουθώντας τους τελευταίους βοσκούς!
Πρέπει να’ναι
κανείς αλαφροΐσκιωτος ή βαθειά αναγκεμένος για ν’ ακούσει στα ρουμάνια και μες
τη βουή των πόλεων τον απόηχο της περπατησιάς τους!
Τα μνημειώδη
χαρακτηριστικά του κόσμου της Υπαίθρου ή ενός πολιτισμού των καταγωγίων κι ενός
λαού που αποσπέριζε μέσα σε ψίθυρους κι αυλές υποχώρησαν κι επιβιώνουν
όπως-όπως μέσα στη ζωή του κυττάρου. Ψάχνουν μιά νέα γλώσσα... σε ταραγμένες μέρες θα ξαναμιλήσουν λέω!
«Ο Έλληνας αντιλαμβανόταν τον εαυτό του
όχι σαν κύριο του κόσμου αλλά σαν θεωρό της οικουμένης απ’ όπου εμπνεόταν την
ομιλία, την ποίηση και την πράξη του και
σαν τέτοιος πέθανε».
Στα πλούσια περιβόλια σας
βασιλικός και κρίνοι
ματαίως ανθίζουν, έρημοι,
ουτ’ ένα χέρι ευρίσκεται
να τα ποτίζη.
------------------
Η Δύση νίκησε. Και
νίκησε παντού. Αλλά όπως πάντα, κάθε ολοκληρωτική νίκη εγκυμονεί ένα τέλος.
Έζησε ένδοξα και μεγαλόπρεπα τον καιρό της. Αλλά όχι πια. Σήμερα κυβερνά χωρίς
να βασιλεύει! Η αυτοπεποίθηση χάθηκε μες το αλλοτινό βασίλειο. Παντού μιλούν
για κρίση. «Αλλά αυτό που συμβαίνει είναι κάτι περισσότερο. Συμβαίνει το
άγνωστο που από καιρού εις καιρόν επέρχεται στην Ιστορία. Η πτώση μιάς
ολόκληρης κοινωνίας. Έχουμε εισέλθει σε μιά βαθειά μετάλλαξη του πολιτισμού,
όπως έγινε στο τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ή στο τέλος του Μεσαίωνα και
τις απαρχές του καπιταλισμού. Σ’ αυτή τη μετάλλαξη το πρώην δυτικό βρίσκεται στο τέλος του, αλλά
επειδή η Δύση έχει εξαπλωθεί
παγκόσμια, το τέλος βρίσκεται παντού.
Κάτι άλλο έχει ήδη αρχίσει με έναν τρόπο μη ορατό ακόμα».
Δύση, Ανατολή,
Ευρώπη, Βαλκάνια, Μεσόγειος, Εγγύς και Μέση Ανατολή είναι οι περιοχές που
τοποθετείται η Ελλάδα με μιά γεωγραφική ή πολιτισμική έννοια και η κάθε μία ταξινόμησή της έχει αλήθεια ιδωμένη απ’ έξω. Αλλά η Ελλάδα ιδωμένη από μέσα είναι πάνω απ’ όλα η
χώρα του Αιγαίου. Και η χώρα γύρω από το Αιγαίο! Είναι οι δυό ακτές του και τα
ενδιάμεσα νησιά. Είναι η χώρα μιάς θάλασσας. Απ’ οποιοδήποτε σημείο της αρκούνε μερικές ώρες δρόμος με τα πόδια για
να αντικρίσεις το θαλασσινό της πνεύμονα. Από την αρχαιότητα ως σήμερα Έλληνες ων ούκ έστιν αριθμός βάδισαν «Μέχρι το Πλοίο»!
Κι αυτά τα νησιά
του αρχιπελάγους που ζούν μιά
μεταθανάτια ζωή, αναληφθέντα σε μιά
τουριστική ονειροφαντασιά, είναι γέφυρα ανάμεσα στις δυό ακτές του Ελληνισμού.
Στη μία καταλήγει η λογική Δύση και
στην άλλη εκβράζει μιά μάλλον παράφορη
Ανατολή. Είναι λοιπόν η Ελλάδα, περισσότερο από κάθε τι, μια χώρα των ορίων και
ενός συνόρου. Και μια γέφυρα ανάμεσα σε κόσμους. Μετέωρη όμως πια στο ανατολικό της άκρο. Κι όπως
παρέμεινε ανολοκλήρωτη γεωγραφικά έμεινε και εσωτερικά λειψή.
Και οι κοπέλες από
την άλλη ακτή, που μιλούν μιάν άλλη γλώσσα, οι κοπέλες με το μειλίχιο βλέμμα
και μια αιδώ που ξαφνιάζει είναι αλάθευτα κόρες της Ιωνίας.
Κι είναι ο Όμηρος,
ο εθνοκτίστης, ο εθνοπλάστης. Και η Οδύσσεια και η Ιλιάδα το ποιητικό ζεύγος που έφτιαξε την Ελλάδα. Που έκανε απ’ τις
ελληνικές φυλές ένα έθνος. Και είναι πάντοτε η Ελλάδα μια χώρα ποιητών. Όπως η
Ιρλανδία. Όπως η Ισπανία και η Ολλανδία είναι χώρες ζωγράφων.
Και
μείς που ονειρευτήκαμε να ανανεώσουμε τις παλιές Τέχνες που δοξολογούν την
«πτώση μέσα στη Διαίρεση» φτιάχνοντας αυτήν που δοξάζει την «ανάσταση μέσα στην
Ενότητα», εμείς οι αφουγκραστές οφείλουμε να ρωτάμε: Τι λείπει από τη σημερινή
Ελλάδα? Χώρα των ερειπίων! Παλαιών και νεοτέρων! Χώρα αμήχανη κι αβέβαιη. Όπου
η παραφορά περισσεύει αλλά λείπει το πραγματικό πάθος. Αυτό που γεννιέται από
την αληθινή θλίψη και γεννάει την ένταση που φέρνει αποτέλεσμα!
Μήπως δεν είναι η
Σκέψη? Και μιά Ιδέα γύρω από την οποία συγκροτείται ένα έργο? Γιατί είναι
αισθητή, αν όχι και συνειδητή, η έλλειψη ενός θεμέλιου σ’ αυτή τη χώρα.
Η Ευρώπη είναι οι
Λατίνοι, οι Γερμανοί, οι Σλάβοι. Οι καθολικοί Λατίνοι, οι προτεστάντες
Γερμανοσκανδιναβοί, οι ορθόδοξοι Σλάβοι. Σ’ αυτό το δένδρο με τα τρία μεγάλα
κλαδιά, κάθε κλαδί και μιά φυλή, κάθε φυλή και μιά θρησκεία, υπάρχει ένα
μικρότερο που είναι οι Έλληνες. Ένα έθνος στις εσχατιές της Ευρώπης. Που είναι
μάνα της και σ’αυτήν έρχεται στις κρίσιμες στιγμές της.
Και ποια είναι η
σχέση μας με τους λαούς στα Ανατολικά και στα Νότια σύνορά μας? Λαοί που είναι
γείτονες και αρχαίοι γνώριμοι? Που ύστερα από μια μακρόχρονη αποκαρδίωση
επιδιώκουν συγχυσμένα μιά δεύτερη ευκαιρία?
Ποια είναι η μοίρα μας και ποιο το πρόσωπό
μας?
Όλα τα όνειρα της
ζωής αρχίζουνε στη νιότη. Η Ελλάδα υπήρξε η νιότη του κόσμου. Η νιότη της
Ιστορίας. Οι Αιγύπτιοι ιερείς όλο έκπληξη το δήλωσαν στον Σόλωνα: Μα εσείς οι Έλληνες είστε παιδιά που
παίζουν!
Εμείς όμως οι
απόγονοι εκείνων των παιδιών, πώς γίνεται και νοιώθουμε το κληροδότημά τους σαν βάρος?
Μία μόνο μπορεί να είναι η απάντηση: είμαστε,
υλικά και πνευματικά, μία αποικιοκρατούμενη χώρα, ένα ηττημένο έθνος. Και μας
συνέβη αυτό που παθαίνουν όλοι οι ηττημένοι: Ομνύοντας σε ξένους θεούς αποξενωθήκαμε
από τον βαθύτερο εαυτό μας. Η χώρα εξακολουθεί να μας μιλά, οι πέτρες της, τα
κύματα, οι άνεμοι αλλά εμείς δεν καταλαβαίνουμε. Καταδικασμένοι να μιλάμε μιά
ξένη γλώσσα κερδίσαμε την αδράνεια. Έμενε ένα ακόμα βήμα: να υποτιμήσουμε την ιστορία μας μες την
αποθέωση. Ποιός θνητός όμως δέχεται να ζαλωθεί θεϊκούς προγόνους?
Εμείς λοιπόν που
υποφέρουμε από υπερβάλλον φορτίο Ιστορίας πώς θα διευθετήσουμε αυτό το βάρος
στους ώμους μας χωρίς να επιδιώκουμε να το ξεφορτωθούμε? Πώς θα το εξηγήσουμε
ώστε να πάψει να μας βαραίνει στους ώμους ή ίσως και στο στομάχι? Πώς δηλαδή θα
το χρησιμοποιήσουμε προς όφελος της πορείας μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο?
Μόνο αν
κατανοήσουμε το παρελθόν μας, προηγούμενο κι απώτερο, και το αποδεχτούμε όχι
σαν νεκρό και θείο βάρος αλλά σαν δώρο και εργαλείο για το παρόν, θα το νοιώσουμε
ν’αλαφραίνει. Κι ακόμα περισσότερο όταν αποδεχτούμε πρόθυμα το ρόλο μας σαν τον
πιο εντεταλμένο ερμηνευτή μιας παγκόσμιας κληρονομιάς που ήρθε η ώρα της να
χρησιμοποιηθεί. Όχι τη μίμηση, την έμπνευση και τα διδάγματα αποζητούμε.
Σ’ ένα κόσμο λοιπόν
που παραπαίει από την διάσταση που έχει επέλθει ανάμεσα στη Φύση, την Τέχνη και
την Τεχνική πρέπει εμείς να μιλήσουμε κατά
φύσιν! Και όχι αυτή τη φύση που κολοβώθηκε αλλά αυτή που
ώρες-ώρες νοιώθουμε μέσα μας αλώβητη και επιμένουμε να την ξεχνάμε την αμέσως
επόμενη στιγμή. Γιατί μόνο έτσι θα
μπορέσει αυτή η χώρα να γίνει μιά πραγματική χώρα. Και να γίνει Ελληνική.
Δηλαδή οικουμενική. Δηλαδή να ξανακάνει πρόταση στον κόσμο.
Πράγμα που
σημαίνει ότι μέσα σε μιά ανθρωπότητα που έχασε την αυτοπεποίθησή της μένει να
φτιάξουμε εδώ μιά Πατρίδα του Ανθρώπου! Που θα αποτελεί παράδειγμα και θα δίνει
θάρρος.
Και τι μπορεί
άραγε να είναι η Πατρίδα του Ανθρώπου? Δεν ξέρω ακριβώς. Ίσως μια γιορτή που
κανείς δεν έφυγε παραπονεμένος!
Γύρω στα μεσάνυχτα
ήρθε η είδηση που περιμέναμε. Μερικοί κοιμήθηκαν για λίγο αλλά οι περισσότεροι
κούρνιαζαν γύρω απ’ τη φωτιά. Πότε, πότε κάποιος έρριχνε ένα κούτσουρο στο
τζάκι που σπίθιζε και τότε κάποιος απ’ τους κοιμισμένους γύριζε στον ύπνο του
και άλλαζε πλευρό. Λίγο πριν τα ξημερώματα σηκωθήκαμε όλοι, σβήσαμε τη φωτιά
και φύγαμε. Κατηφορίσαμε τον κεντρικό δρόμο του χωριού που ήταν έρημος. Την ώρα
που χάραζε επιβιβαστήκαμε για τα Κύθηρα!
Β. Η
ΣΗΜ.Β.Η Οφείλω αυτή την ανάρτηση σε κάποια σχόλια
του Ζαν Λυκ Νανσύ, κάποιες ιδέες του Κώστα Αξελού, μια φράση του Γέητς, μια
σκέψη του Ντεμπόρ, ένα πεντάστιχο του Κάλβου, στο φιλμ του Αλέξη Δαμιανού
«Μέχρι το Πλοίο» και σε κάποιον Κλωντ Λωρραίν, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Από ’κει και πέρα χρησιμοποίησα την
πιο απλή λογική.