Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Περί γλώσσας



  «Οι εργαζόμενοι θα πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας. Αφού δεν μπορεί το κράτος να περιφρουρήσει την επένδυση, θα το κάνουμε εμείς. Θα ξεκινήσει εμφύλιος. Θα γίνει μεγάλο κακό αν μας κόψουν το μεροκάματο»
Ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στα  μεταλλεία Χαλκιδικής μετά τον              εμπρησμό μηχανημάτων από αγνώστους
.
    Άρα δεν είναι μόνο οι τρανταχτοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου και οι άνθρωποι του κράτους αλλά και οι φουκαράδες που χάνουν το χρώμα τους μπρος σε μια ενδεχόμενη κατάρρευση. Το σύστημα έχει μεγάλο βάθος στήριξης.
  
   
    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Καπιταλισμός έχει καταφέρει να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Στην πραγματικότητα τον δημιούργησε, τον παρήγαγε μαζικά, ανέθρεψε μερικές γενεές και τώρα συνομιλεί μαζί του σαν να συνομιλεί με τον εαυτό του

    Αλλά χρειάστηκαν οι γάμοι του Καπιταλισμού με την Τεχνολογία που απεδείχθησαν εξαιρετικά επιτυχείς και χρειάστηκε μαζί να αφανίσουν το παλιό γεωγραφικό και κοινωνικό τοπίο ώστε να δώσουν τον πολυτιμότερο καρπό τους.  
    Ιδού λοιπόν το προϊόν: Ο άνθρωπος του καιρού μας! Αυτός που νοιώθει ευτυχής όταν κλείνει την πόρτα του σπιτιού του, μόνος, ασφαλής και αυτάρκης, ώστε να μπορεί να ασχοληθεί με τα μηχανάκια που του προμηθεύει η αφέντρα του η Τεχνοκρατία. Βασιλιάς σε τέσσερις τοίχους!
    Απελευθερωμένος από την γη και τον μόχθο της, από την χωρίς δεσπότη δημιουργικότητα και τις κακοτοπιές της, από την Ιστορία και τους τρόμους της, αποκλεισμένος από τους ομοίους του είναι ο σύγχρονος ξεριζωμένος.

     Αδιάβροχος κάτω από την Μνήμη, νόθος και άκληρος συνάμα.
     Αβέβαιος για όλα κι ανίκανος για  προσωπική στάση.

     Το χρήμα είναι ο θεός του, η Πρόοδος η θρησκεία του, το Τεχνικό πνεύμα το μόνο πνεύμα που γνωρίζει και ο μικροαστισμός το δακτυλικό του αποτύπωμα. Ο φόβος κάθεται σαν πίθηκος πάνω στον ώμο του και μια ξένη αλαζονεία είναι η μόνη του περηφάνια.
    Απέναντι σ’ αυτό το ανθρώπινο φάντασμα λιγοστοί άνθρωποι – άλλοι πιο συγκροτημένα κι άλλοι πιο αμήχανα –τολμούν να μιλούν για την ελευθερία. Κάποιοι απ’ αυτούς τόλμησαν να ζήσουν μαζί της, γνωρίζουν το φτερούγισμά της, κάποιοι άλλοι, σιωπηλοί, μόνο την ονειρεύτηκαν.
    Ανάμεσα σ’ αυτούς και τούς πρώτους θα διεξαχθεί η μόνη πραγματική σύγκρουση της εποχής μας. Η μόνη που, για μένα, αξίζει να πάρει κανείς μέρος. Όλες οι άλλες…
“κυρίαρχες αντιθέσεις”:  η σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας, προλεταριάτου-αστικής τάξης, αριστεράς-δεξιάς, οι εθνικές, φυλετικές,  θρησκευτικές, και πολιτισμικές συγκρούσεις,  ό,τι διεκδικεί μεγαλύτερη σπουδαιότητα απ’ το ταξίδι του ανθρώπου πάνω στη γη, είναι απολιθώματα. Απολιθώματα μιας εποχής που η ψευτιά τους ήταν ακόμα νέα. Και ποιος θα πολεμήσει τώρα για μια ψευτιά που γέρασε?
    Από το πόσο οι δεύτεροι θα πείσουν τους πρώτους –όχι όλους, γιατί πολλοί θα προτιμήσουν να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι τη φυλακή τους, υπερασπιζόμενοι την Σωφρονιστική Αποικία που γκρεμίζεται – είναι το περιζήτητο… διακύβευμα της εποχής μας.
    Από το πόσο οι δεύτεροι θα καταφέρουν να συντάξουν μια καθολική άρνηση του κόσμου και να δώσουν μια εξίσου καθολική απάντηση, θα εξαρτηθεί η πίστη και η αυτοπεποίθηση που πείθει.
    Και θα χρειαστεί (πρώτο σταθερό σημείο!) να μιλήσουν μια γλώσσα που έρχεται από τα μύχια της ύπαρξης και ταυτόχρονα επιστρέφει εκεί.
   
 Πώς συνδέεται μέσα μας αυτή η ζωή που
 αναπνέει στο βάθος της θάλασσας,
 η ομίχλη που κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές
ώσπου να ‘ρθεί να μας τυλίξει,
 το χαμόγελο μιας κοπέλας
 μέσα στα βρώμικα ρείθρα των πόλεων,
 με το γεγονός ότι γεννηθήκαμε,

 πώς συνδέεται η ελευθερία με τη ζωή
 τι είναι άνθρωπος
 τι εστί κόσμος
 πώς ζει ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο
 ποιά τα όριά του μέσα σ’ αυτόν
 ποιοί οι θεοί και ποιοί οι δαίμονες:

Αυτό είναι το συντακτικό της νέας γλώσσας που χρειάζεται να φτιαχτεί
και με περηφάνια να μιληθεί.
Κι ας είναι αυτή η δουλειά μας
Όχι για να γλυτώσουμε τον πόνο
-ποτέ δεν θα πάψει-
Αλλά την σύγχυση
που τον κάνει αφόρητο.



                                                                  Β. Η

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Αυτοψία της κοινωνικής σχέσης

«[…] Αντίθετα από ό,τι έχει λεχθεί μέχρι τώρα, η κεντρική αντίφαση αυτού του κόσμου δεν είναι η αντίθεση ανάμεσα στη μεγαλοαστική τάξη και τη μισθωτή εργασία. Η κεντρική αντίφαση αυτού του κόσμου είναι μια πολύ πιο οργανική ντίφαση,που διαπερνά τον καθένα μας όποια κι αν είναι η κοινωνική του προέλευση. Η αντίφαση αυτού του κόσμου είναι το μικροαστικό πνεύμα. Διότι, αν η μισθωτή εργασία συνιστά πράγματι την τυπική και δομική αντίφαση αυτού του κόσμου, εκείνο που εμποδίζει την επίλυση αυτής της αντίφασης−αυτό δηλαδή που συνιστά την πραγματική και οργανική αντίφασή του− είναι το μικροαστικό πνεύμα. Ο κόσμος αυτός, από τον τεχνίτη έως τον τραπεζίτη κι από τον καθηγητή της Σορβόνης έως τον γραφειοκράτη της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών, είναι ουσιαστικά ένας μικροαστικός κόσμος.

Το μικροαστικό πνεύμα είναι αυτό που επεξεργάζεται, διαδίδει και επικροτεί όλες τις αξίες αυτού του κόσμου. […]Η μετριότητα αυτού του κόσμου δεν έχει επιβληθεί. Είναι μια μετριότητα που την επιθυμεί το μικροαστικό πνεύμα. Θα ήταν αδιανόητο τόση μετριότητα να έχει επιβληθεί χωρίς τη συγκατάθεση της γενικής θέλησης. […]

Το μικροαστικό πνεύμα είναι αυτό που υπονομεύει κάθε ανθρώπινη υπέρβαση. […]

Η αρρώστεια που σιγοτρώει το μικροαστικό πνεύμα είναι η υπερτροφία του Εγώ, ενός Εγώ που δεν έχει την παραμικρή έγνοια να ορίσει και να επαναπροσδιορίζει διαρκώς το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εξελίσσεται. Το άτομο, χειραφετημένο από όλες τις ευθύνες του απέναντι σε μια κοινότητα χωρίς συγκεκριμένη νομιμότητα και υπόσταση, χάνεται μέσα στην αναζήτηση μιας αδύνατης αυτοπραγμάτωσης και βουλιάζει σ’ έναν αποκρουστικό ρασιοναλισμό και υλισμό. Το φαινόμενο της συνείδησης δεν γίνεται κατανοητό ως άμεσο προϊόν της κοινωνικής σχέσης αλλά θεωρείται, ξανά και πάλι, σαν κάτι το μαγικό και σαν αντικείμενο κάθε λογής ανοητοθεωρητικολογίας. Η συνείδηση και η ατομικότητα θεωρούνται σαν αυτόνομες δυνάμεις κι έτσι δεν επιστρέφουν στην κοινότητα αλλά παραμένουν χωρισμένες από αυτήν και δεν έχουν πουθενά να δώσουν λόγο.

Για πολύ καιρό πίστευα πως η συνείδηση που έχουμε για το κοινωνικό και το κοινοτικό, εξαρτάται από τις συνθήκες ύπαρξής μας. Γι’ αυτό το λόγο ερμήνευα την υποδούλωση των μισθωτών ως αποτέλεσμα της τεχνητά οργανωμένης αμάθειας και βλακείας που τους επιβάλλουν. Οπωσδήποτε αυτό είναι σωστό από τυπικής άποψης. Πώς όμως μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι προνομιούχοι αυτού του κόσμου, οι οποίοι ζουν γενικά σε ένα ευνοϊκό κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον −και έχουν πρόσβαση στις αξίες, στην κουλτούρα και στην αισθητική …−, είναι τόσο στενόμυαλοι όσο και οι υπόδουλοί τους; […]

Όταν, έφηβο κιόλας, με έκλεισαν στο εργοστάσιο και ήρθα σε επαφή με τις ιδέες και με το κοινωνικό κίνημα,ένιωσα πως ήρθα σ’ επαφή μ’ ένα καινούργιο κόσμο, ένα κόσμο όχι μόνο γεμάτο ιστορία αλλά γεμάτο και από μια ζωντανή πραγματικότητα που τη ζουν εκατομμύρια ανθρώπινα όντα με τις ίδιες ελπίδες απελευθέρωσης μ’ εμένα. Χρειάστηκα 25χρόνια και μια ορισμένη δίψα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και τη σκέψη μου, για να καταλάβω πως αυτός ο ‘καινούργιος κόσμος’ δεν είναι ριζικά διαφορετικός από τον παλιό και πως είναι χτισμένος και αυτός πάνω στη σύγχυση, τα ψέμματα και τις χίμαιρες −δηλαδή πως τελικά είναι και αυτός μια προέκταση του μικροαστικού πνεύματος.

Αναζητώντας μια κοινωνική αλήθεια, κατέληξα στην αλήθεια αυτού εδώ του κόσμου∙ αν όχι στον ατομικισμό του, τουλάχιστον στη βαθιά μοναξιάπου τον διαπερνά. […]

Αυτή η κάπως αστεία κατάσταση θα με έκανε να σκάσω από τα γέλια αν δεν είχα την ίδια στιγμή και τη δυσάρεστη αίσθηση ότι τελικά ίσως να υπήρξα και εγώ θύμα της γενικής πλάνης. Και θα το πίστευα αυτό, αν δεν είχα καθημερινά μπροστά στα μάτια μου αυτά τα χειροπιαστά βουνά από αδικίες, που όσο με ταράζουν άλλο τόσο με πείθουν πως είδα σωστά τα πράγματα. Μπορείς όμως να είσαι ποτέ απόλυτα βέβαιος για την πραγματική φύση της αδικίας; […]

Πάρα πολλές φορές αναρωτήθηκα,πού έκανα λάθος. Απάντηση δεν βρίσκω. Δέχομαι αυτή τη μοναξιά, είμαι αναγκασμένος να τη δεχτώ, αλλά δεν την καταλαβαίνω. Δεν αισθάνομαι να την επιδίωξα. Η μοναδική εξήγηση που μπορώ να δώσω, είναι ότι η συνείδηση του κοινού (η οποία είναι ωστόσο ένα αντικειμενικό δεδομέν χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαμε να υπάρξουμε ως άνθρωποι!) δεν είναι αποτέλεσμα του ίδιου του κοινού αλλά αποτέλεσμα ενός ατομικού τολμήματος και αθλήματος, το οποίο υπερβαίνει το μικροαστικό ατομικισμό και βρίσκεται πιο κοντά στο τόλμημα του Γκαοτάμα ή του Ιησού παρά στα εγχειρήματα των υλιστών διανοουμένων. Για να πάψει το κοινό να είναι ένα απλώς αντικειμενικό δεδομένο, ή μια ποιοτική δυνατότητα και μόνο,πρέπει να το αναλάβουν, να το σηκώσουν στα χέρια τους τα άτομα εκείνα που υψώνονται στη συνείδηση του κοινού. […]

Γιατί, τι σημασία έχει στ’αλήθεια που το κοινό υπάρχει ως αντικειμενική δομή εάν κανένας δεν αποδεικνύεται ικανός να την κατοικήσει υποκειμενικά δίνοντάς της την πραγματική κι αληθινή της διάσταση; […]

Μέχρι τώρα το κοινωνικό κίνημα συντριβόταν από την τυφλή εμμονή του σ’ έναν άρρωστο ρασιοναλισμό, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει τη λύση για όλες τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες μας χάρη σε μια επιστημονική απόλυτη αλήθεια. Αυτός ο αυταρχικός ρασιοναλισμός,δημιούργημα εγκεφαλικών αστών που ποτέ δεν σκέφτηκαν πώς ν’ απελευθερωθούν αυτοί οι ίδιοι, σκότωσε ό,τι πιο πλούσιο είχει το κοινωνικό κίνημα, δηλαδή τις διαφωνίες και τις αντιπαραθέσεις εντός του. […

Είναι καιρός να καταλάβουμε πως δεν υπάρχει αλήθεια ξέχωρη από την ανταλλαγή και τις αντιπαραθέσεις μας, και πως η ικανότητά μας να οργανώσουμε τις διαφωνίες μας είναι πιο σημαντική από τις πρόσκαιρες αλήθειες που μπορεί να βγουν μέσα από αυτές. Αυτό που πρέπει να εφεύρουμε, είναι ένας τρόπος να είμαστε μαζί και να χειριζόμαστε τις αναπόφευκτες και αναγκαίες αντιπαραθέσεις μας. […]

Η μοναδική μου διεκδίκηση είναι να προσπαθήσω να είμαι όλο και πιο ανθρώπινος.»

Υβ Λε Μανάκ, Αυτοψία της κοινωνικής σχέσης (1984)


Σημ. του H.S. Το παραπάνω κείμενο του (πρώην άνεργου και νυν συνταξιούχου) βιομηχανικού εργάτη Υβ Λ.Μ. γράφτηκε ως επίλογος στο βιβλίο του συνδικαλιστή φίλου του Ζαν-Πιέρ Σεβαλιέ, Ταξίδι στα σπλάχνα ενός πτώματος. Αλληλογραφία του Ζ.-Π. Σεβαλιέ με το συνδικάτο των διορθωτών. Το πρωτομετέφρασα και κυκλοφόρησα χέρι-χέρι σε φωτοαντίγραφα το 1985 και σε μια 2η «έκδοση» το 1999. Με χαρά σας πληροφορώ ότι βάζουμε στα σκαριά μια δεύτερη, διορθωμένη και επαυξημένη έκδοση του περίφημου βιβλίου του Λε Μανάκ, Ο Κήπος. Η δικαιοσύνη,τα κορίτσια και η αιωνιότητα. Υπομονή.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Βία και Ιερό


«Είτε φυσική, είτε λεκτική είναι η βία, ανάμεσα στα χτυπήματα μεσολαβεί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Κάθε φορά που ένας από τους αντιπάλους πλήττει τον άλλον, ελπίζει να δώσει ένα νικηφόρο τέλος τη μονομαχία ή τη λογομαχία, να δώσει τη χαριστική βολή, να ξεστομίσει την τελευταία βίαιη φράση. Το θύμα, αλαλιασμένο προς στιγμήν, έχει ανάγκη κάποιο διάστημα για να συνέλθει (να μαζέψει τα μυαλά του), να προετοιμαστεί και να απαντήσει τον αντίπαλο. Όσο αυτή η απάντηση αργεί, εκείνος που έχει χτυπήσει τελευταίος μπορεί να φαντάζεται ότι έχει καταφέρει το αποφασιστικό πλήγμα. Συνοπτικά, η οριστική νίκη ταλαντεύεται ανάμεσα στους δυο αντιπάλους σε όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης, χωρίς ακόμα να καταλήγει στον έναν ή τον άλλον. Ξέρουμε ότι μόνο η συλλογική αποπομπή του ενός ή του άλλου έξω από την κοινότητα θα κατορθώσει να ορίσει τη νίκη.

[…] Ο προφητικός ή διονυσιακός ίλιγγος δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή την τρομερή αμφιταλάντευση του ίδιου του κόσμουστη διάκριση της βίας που φαίνεται να ευνοεί πότε τον ένα και πότε τον άλλον. Όλα όσα μια πρώτη βία πιστεύει ότι θεμελιώνει, μια δεύτερη βία τα ανατρέπει για να τα θεμελιώσει εκ νέου. Τίποτα δεν μπορεί να ακινητοποιήσει τη βία ενόσω αυτή παραμένει παρούσα μεταξύ των ανθρώπων, ενόσω συνιστά μια ολική και συνάμα μηδενική βασκανία.

[…] Μέσα στον Όμηρο υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποκαλύπτουν εκτυφλωτικά τη σχέση ανάμεσα στη βία, την επιθυμία και τη θεότητα. Ο πιο χαρακτηριστικός όρος είναι το ουσιαστικό Κύδος, που πρέπει να οριστεί ως γόητρο,κατά κάποιον τρόπο θεϊκό, ως μυστική εκλογή που συνδέεται με την στρατιωτική κατίσχυση.

[…] Το Κύδος είναι “φυλαχτό ανωτερότητας”. Είναι η βασκανία, την οποία ασκεί η βία. Όπου επιδεικνύεται, γοητεύει και συνάμα τρομάζει τους ανθρώπους.Δεν είναι ποτέ ένα απλό εργαλείο. Είναι εμφάνιση θεότητας. Εκείνοι που κατέχουν το Κύδος βλέπουν τη δύναμή τους να δεκαπλασιάζεται. Όσοι το στερούνται, μένουν με τα χέρια δεμένα ή παράλυτα.Κάτοχος του Κύδους είναι όποιος καταφέρνει το πιο ισχυρό πλήγμα, ο νικητής της στιγμής, εκείνος που κάνει τους άλλους να πιστέψουν −και πιθανώς τον εαυτό του να φανταστεί− ότι η βία του έχει θριαμβεύσει οριστικά. Οι αντίπαλοί του πρέπει τότε να καταβάλλουν μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να ξεφύγουν από τη βασκανία και να ανακτήσουν το Κύδος.

[…] Οριακά, το Κύδος δεν είναι τίποτα. Είναι το κενό σημείο μιας πρόσκαιρης νίκης, μιας υπεροχής που παρευθύς τίθεται υπό αμφισβήτηση


Ρενέ Ζιράρ, Η Βία και το Ιερό (1972),
μετάφραση Κωστής Παπαγιώρης (ΕΞΑΝΤΑΣ, 1991)

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Ασιάτες, Ανατολίτες, Νέγροι… και Λευκοί


 Μαρακές 1939
«Όταν περπατάς σε μια πόλη όπως αυτή — διακόσιες χιλιάδες κάτοικοι, από τους οποίους τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες δεν κατέχουν κυριολεκτικά τίποτα εκτός από τα κουρέλια που φορούν πάνω τους — όταν βλέπεις πώς ζουν οι άνθρωποι, και ακόμη περισσότερο, πόσο εύκολα πεθαίνουν, είναι πάντα δύσκολο να πιστέψεις ότι περπατάς ανάμεσα σε ανθρώπινα όντα. Όλες οι αποικιακές αυτοκρατορίες είναι στην πραγματικότητα θεμελιωμένες πάνω σε αυτό το γεγονός. Οι άνθρωποι έχουν σκούρα πρόσωπα — και υπάρχουν τόσα πολλά απ' αυτά! Είναι στ’ αλήθεια ίδια σάρκα με τη δική σου; Έχουνε καν ονόματα; Ή μήπως είναι απλώς ένα είδος αδιαφοροποίητου μαυριδερού υλικού, εξατομικευμένοι όσο περίπου οι μέλισσες ή τα κοραλλένια έντομα; Αναφύονται από τη γη, ιδρώνουν και λιμοκτονούν για λίγα χρόνια, και ύστερα βυθίζονται και πάλι στους ανώνυμους λοφίσκους των νεκροταφείων και κανείς δεν παίρνει είδηση ότι έφυγαν. Και ακόμα κι οι ίδιοι οι τάφοι σύντομα εξαφανίζονται μέσα στο χώμα.»

Σ’αυτή την μάζα του αδιαφοροποίητου μαυριδερού υλικού που περιγράφει ο Τζωρτζ Όργουελ, μπορεί κάλλιστα να δουλέψει το μαχαίρι, το ρόπαλο, το κλομπ, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, η σφαίρα, η βόμβα διασποράς, η σειρήνα, με μια λέξη, ο τρόμος. Μπορεί κάλλιστα να δουλέψει το χαμηλό μεροκάματο, η εξοντωτική δουλειά, η σύλληψη, η έρευνα, η κράτηση, η απέλαση, με μια λέξη, η ταπείνωση.
    Κανένα Χόλυγουντ δεν μας τους έκανε οικείους, δεν τους έδωσε πρόσωπο όπως στον Μπομπ, στον Έντυ, στην Έλεν, για χάρη των οποίων, όταν κατέρρευσαν οι Δίδυμοι Πύργοι, μας κάλεσαν να γίνουμε όλοι Αμερικάνοι. Έχουν παράξενα ονόματα, Άχμεντ, Ισμέτ, Ιμπραήμ, Λέυλα,  και θα ‘ταν εξ ίσου παράξενο αν ένα δάκρυ κυλάει κάποια φορά στα πρόσωπά τους.
    Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτούς και την πιθανή ανθρωπινότητά τους, ας ειπωθεί και κάτι ακόμα: Ουαί τοίς ηττημένοις!



                                                                              Β. Η
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...